kifisou 60

Studio 12

Glamour

GDE

Brilisoy 46

Trigeta 3

Kifisou 30

Hlia Hliou 82

KONLEOS 132

XOMATIANOY 11

ioaninon 3 KATO

AGN

EscortsClub

AdultClub

Diamon Spa

Iris Solomou 70

Kalirois 36

ioaninon 3 OROFOS

Agyras 12

Agyras 9

Sensuality

Kassandras 4C

KALAMATA erotic

XANIA Eros

Studio 11

Bolos Xatziargyrh 15

Xalkida Erotica

Luna Rodos

Amazones

STUDIO 4 ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Sabrina

Adriana

Nikol

Anna Maria

Stefania

Aimilia Barak

Princes

Γάμοι μέ Αλλοδαπές.

Started by KaVLOF, May 06, 2012, 09:31:55 AM

0 Members and 1 Guest are viewing this topic.

Ποία θα προτιμούσατε?

Α.Μπλοκ?
Ευρωπαία?
Αφρικάνα?
Ασιάτισα?
Αλλο?

KaVLOF


Ι. Λόγω κτήσης αλλοδαπής ιθαγένειας.

1. Αποβάλλει την Ελληνική Ιθαγένεια, μετά από άδεια του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, όποιος: α) Απέκτησε με τη βούληση του αλλοδαπή ιθαγένεια, ή β) Ανέλαβε δημόσια υπηρεσία σε αλλοδαπό κράτος, εφόσον η ανάληψη της υπηρεσίας αυτής συνεπάγεται κτήση της ιθαγένειας του εν λόγω κράτους. Η άδεια δύναται για εξαιρετικούς λόγους να παρέχεται και μετά την κτήση της αλλοδαπής ιθαγένειας, οπότε η αποβολή της Ελληνικής Ιθαγένειας επέρχεται από την παροχή της άδειας.

2. Αποβάλλει επίσης την Ελληνική Ιθαγένεια όποιος έχει αποκτήσει και αλλοδαπή ιθαγένεια, εφόσον γίνει δεκτή από τον πιο πάνω Υπουργό αίτηση του περί αποβολής της Ελληνικής Ιθαγένειας. Στην περίπτωση αυτή η αποβολή της Ελληνικής Ιθαγένειας επέρχεται από την αποδοχή της αίτησης.

3. Η κατά την παρ. 1 άδεια παρέχεται και η κατά την παρ. 2 αποδοχή της αιτήσεως γίνεται μετά από γνώμη του Συμβουλίου Ιθαγένειας. Δεν δύναται να παρασχεθεί η άδεια ή να γίνει δεκτή αίτηση, εάν ο αιτών υπέχει ή καθυστερεί στρατιωτική υποχρέωση ή διώκεται για κακούργημα ή πλημμέλημα.



Άρθρο 17



II. Λόγω εκπτώσεως.



1. Μπορεί να κηρυχθεί έκπτωτος της ελληνικής ιθαγένειας:

α. Όποιος ανέλαβε δημόσια υπηρεσία σε αλλοδαπό κράτος και, μετά από πρόσκληση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης προς αυτόν να απόσχει εντός οριζόμενης προθεσμίας από την υπηρεσία αυτή, ως αντίθετη προς τα συμφέροντα της χώρας, εμμένει σε αυτή, και

β. Όποιος κατά τη διαμονή του στην αλλοδαπή ενήργησε προς όφελος αλλοδαπού κράτους πράξεις ασυμβίβαστες προς την ιδιότητα του Έλληνα και αντίθετες προς τα συμφέροντα της Ελλάδας.

2. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο έκπτωση απαγγέλλεται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, μετά από αιτιολογημένη σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Ιθαγένειας, η δε απώλεια της ιθαγένειας επέρχεται από τη δημοσίευση της απόφασης αυτής στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

3. Η κατά το άρθρο αυτό κήρυξη κάποιου ως εκπτώτου της Ελληνικής Ιθαγένειας ενεργεί ατομικά και δεν επηρεάζει την ιθαγένεια του, της συζύγου και των ανήλικων ή ενήλικων τέκνων του.



Άρθρο 18



III. Λόγω δήλωσης αποποίησης.



Επιτρέπεται η αποποίηση της ελληνικής ιθαγένειας, εφόσον ο ενδιαφερόμενος είναι ενήλικος, δηλώνει ότι έχει παύσει να υφίσταται πλέον γνήσιος δεσμός του με τη Χώρα και διαμένει στην αλλοδαπή. Για την αποποίηση υποβάλλονται δήλωση ενώπιον του Έλληνα προξένου του τόπου διαμονής του ενδιαφερομένου και αίτηση προς τον Υπουργό Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης. Η αποδοχή της αίτησης γίνεται ύστερα από σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Ιθαγένειας, με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ο χρόνος απώλειας της ιθαγένειας ανατρέχει στο χρόνο αποδοχής της αίτησης.



Άρθρο 19



IV. Απώλεια της Ελληνικής Ιθαγένειας τέκνων πολιτογραφηθέντων Ελλήνων.



1. Τα τέκνα πολιτογραφηθέντων Ελλήνων, τα οποία έγιναν Έλληνες σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11, μπορούν να αποβάλουν την ελληνική ιθαγένεια, αν:

α) Είναι αλλογενή.

β) Διατηρούν την ιθαγένεια που είχαν κατά την πολιτογράφηση του γονέα τους και

γ) Δηλώσουν τη θέληση τους για αποβολή της Ελληνικής Ιθαγένειας στο Δήμαρχο ή στον Πρόεδρο της Κοινότητας ή στην Ελληνική Προξενική Αρχή του τόπου κατοικίας τους ή της διαμονής τους, μέσα σε ένα έτος από την ενηλικίωση τους. Αντίγραφο της δήλωσης υποβάλλεται αμέσως από τις παραπάνω αρχές στο Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.

2. Για την αποβολή της Ελληνικής Ιθαγένειας εκδίδεται απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.



Άρθρο 20



V. Λόγω υιοθεσίας από αλλοδαπό.



Έλληνας που υιοθετήθηκε πριν από την ενηλικίωση του ως τέκνο αλλοδαπού, δύναται μετά από αίτηση του υιοθετήσαντος, εάν αποκτά την ιθαγένεια αυτού, να αποβάλει την Ελληνική ιθαγένεια με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, ο οποίος εκτιμά τις ειδικές συνθήκες, μετά από γνώμη του Συμβουλίου Ιθαγένειας. Η αίτηση δεν μπορεί να γίνει δεκτή, εάν ο υιοθετηθείς υπέχει ή καθυστερεί στρατιωτική υποχρέωση ή διώκεται για κακούργημα ή πλημμέλημα.



Άρθρο 21



VI. Απώλεια με δήλωση λόγω γάμου με Έλληνα.



Αλλοδαπή που απέκτησε την Ελληνική ιθαγένεια λόγω του γάμου της με Έλληνα και διατηρεί αλλοδαπή ιθαγένεια, αποβάλλει την Ελληνική ιθαγένεια, αν δηλώσει τη

σχετική βούληση της στον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας ή στην Ελληνική Προξενική Αρχή του τόπου της κατοικίας της ή της διαμονής της. Για την αποβολή της Ελληνικής ιθαγένειας εκδίδεται διαπιστωτική απόφαση του Γενικού Γραμματέα της οικείας Περιφέρειας.



Άρθρο 22



ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ

ΑΝΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ



Ελληνίδα που απέβαλε την Ελληνική ιθαγένεια λόγω του γάμου της με αλλοδαπό την ανακτά, αν δηλώσει τη σχετική βούληση της στον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας ή στην Ελληνική Προξενική Αρχή του τόπου της κατοικίας της ή της διαμονής της.



Άρθρο 23



Τέκνο που γεννήθηκε από Ελληνίδα μητέρα και απώλεσε την Ελληνική ιθαγένεια, λόγω νομιμοποίησης ή αναγνώρισης από αλλοδαπό πατέρα, την ανακτά, αν δηλώσει τη σχετική βούληση του στον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας ή στην Ελληνική Προξενική Αρχή του τόπου κατοικίας του ή διαμονής του. Τα τέκνα αυτών που αποκτούν την Ελληνική ιθαγένεια, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, γίνονται Έλληνες, αν κατά την ημερομηνία της δήλωσης είναι ανήλικα και άγαμα.



Άρθρο 24



Η ανάκτηση της Ελληνικής ιθαγένειας στις περιπτώσεις των προηγούμενων άρθρων διαπιστώνεται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της οικείας Περιφέρειας.



Άρθρο 25



Αρμόδια όργανα.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ'

ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΕΠΙ ΘΕΜΑΤΩΝ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ



1. Όλα τα θέματα της ιθαγένειας υπάγονται στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.

2. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της οικείας Περιφέρειας διαπιστώνεται η κτήση ή μη της Ελληνικής ιθαγένειας προσώπων που ζητούν να καθορισθεί η ιθαγένεια τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα, καθώς και με τις προϊσχύουσες αυτού σχετικές διατάξεις και τις διεθνείς συμβάσεις και συνθήκες.



Άρθρο 26



Δικαιοδοσία επί αμφισβητήσεων ιθαγένειας.



Ο Υπουργός Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης είναι αποκλειστικά αρμόδιος να αποφαίνεται για κάθε αμφισβήτηση ιθαγένειας, μετά από αιτιολογημένη σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Ιθαγένειας. Η απόφαση δημοσιεύεται σε περίληψη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο.



Άρθρο 27



Πιστοποιητικά Ελληνικής Ιθαγένειας.



1. Ο Δήμαρχος και ο Πρόεδρος Κοινότητας εκδίδουν πιστοποιητικά της Ελληνικής ιθαγένειας των δημοτών βάσει του δημοτολογίου, στα οποία αναφέρεται και η νομική βάση κτήσης της ιθαγένειας.

2. Τα ανωτέρω πιστοποιητικά αποδεικνύουν την Ελληνική Ιθαγένεια μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο.



Άρθρο 28



Συμβούλιο Ιθαγένειας.



1. Το Συμβούλιο Ιθαγένειας γνωμοδοτεί για θέματα ιθαγένειας κατά τις κείμενες διατάξεις.

2. Το Συμβούλιο Ιθαγένειας αποτελείται από:

α) Τον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, ως Πρόεδρο.

β) Έναν Νομικό Σύμβουλο του Κράτους.

γ) Έναν καθηγητή ή αναπληρωτή καθηγητή του Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου, καθώς και έναν καθηγητή ή αναπληρωτή καθηγητή του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου, ημεδαπού πανεπιστημίου.

δ) Τον αρμόδιο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, και

ε) Τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Αστικής και Δημοτικής Κατάστασης του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.

Τα μέλη του Συμβουλίου που απουσιάζουν ή κωλύονται αναπληρώνονται από τους οριζόμενους ή τους νόμιμους αναπληρωτές τους.

3. Στο Συμβούλιο μετέχει χωρίς ψήφο και ο Προϊστάμενος του αρμόδιου Τμήματος της Διεύθυνσης Αστικής και Δημοτικής Κατάστασης, που εισηγείται τα προς συζήτηση θέματα, τον οποίο αναπληρώνει ο νόμιμος αναπληρωτής του.

4. Για τη λειτουργία του Συμβουλίου Ιθαγένειας εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 13-15 του Ν. 2690/1999 «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 45 Α').



Άρθρο 29



ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ



Όπου στη νομοθεσία γίνεται χρήση του όρου «αλλοδαπός», ως αλλοδαπός θεωρείται, εφόσον δεν προκύπτει το αντίθετο και ο ανιθαγενής.



Άρθρο 30



Ο γάμος δεν έχει ως συνέπεια κτήση ή απώλεια της Ελληνικής Ιθαγένειας.



Άρθρο 31



Οι προθεσμίες του άρθρου 4 του Ν. 2690/1999 δεν ισχύουν για υποθέσεις που αφορούν κτήση, αναγνώριση, απώλεια και ανάκτηση της Ελληνικής Ιθαγένειας.



Άρθρο 32



Με Προεδρικά Διατάγματα καθορίζονται:

1. α) Τα σχετικά με την απόδειξη των λόγων έκπτωσης της Ελληνικής Ιθαγένειας κατά τις διατάξεις του άρθρου 17 και η αντίστοιχη διαδικασία.

β) Κάθε αναγκαία για την εκτέλεση αυτού του Κώδικα λεπτομέρεια.

2. Προϋφιστάμενα διατάγματα εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την έκδοση των διαταγμάτων της προηγούμενης παραγράφου, εφόσον το περιεχόμενο τους δεν αντιβαίνει στις διατάξεις του παρόντος.



Άρθρο 33



Εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του Κώδικα αυτού αιτήσεις πολιτογράφησης που συνοδεύονται από τα προβλεπόμενα δικαιολογητικά εξετάζονται σύμφωνα με τις προϊσχύουσες διατάξεις.



Άρθρο 34



Καταργούμενες διατάξεις.



Καταργείται το Ν.Δ. 3370/1955 «Περί κυρώσεως του Κωδικός Ελληνικής Ιθαγένειας» (ΦΕΚ258/Α'), όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα, καθώς και κάθε άλλη διάταξη της ισχύουσας νομοθεσίας, η οποία είτε είναι αντίθετη με τις διατάξεις του Κώδικα αυτού είτε αφορά σε θέμα που ρυθμίζεται από αυτόν.



Άρθρο 35



Διατηρούμενες διατάξεις.



Διατηρούνται σε ισχύ:

α) Το άρθρο 40 του Ν. 1832/1989 «Τροποποίηση και συμπλήρωση της νομοθεσίας για την τοπική αυτοδιοίκηση, την αποκέντρωση και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ54/Α'),

β) Η παρ. 11 του άρθρου 1 του Ν. 2790/ 2000 «Αποκατάσταση των παλιννοστούντων ομογενών από την τέως Σοβιετική Ένωση και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 24 Α'),

γ) Τα άρθρα 59 παρ. 1 περ. β' και 76 παρ. 6 του Ν. 2910/2001 «Είσοδος και παραμονή αλλοδαπών στην Ελληνική Επικράτεια. Κτήση της ελληνικής ιθαγένειας με πολιτογράφηση και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 91/Α'), και

δ) Το άρθρο 8 παρ. 5 του Ν. 3146/2003 «Οργάνωση και άσκηση εκλογικού δικαιώματος των ετεροδημοτών και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 125 Α')."



Άρθρο δεύτερο



Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεση του ως νόμου του Κράτους.

 





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ

Το δικαίωμα στην Ελληνική ιθαγένεια, οι προϋποθέσεις και οι διαδικασίες άσκησής της (καθώς και οι τρόποι χορήγησης της ιθαγένειας σε όσους δεν θεμελιώνουν κατ' αρχήν το δικαίωμα αυτό) ρυθμίζονται από τον "Κώδικα Ιθαγένειας" (Ν. 3284/2004).

Συγκεκριμένα:

Το δικαίωμα στην Ελληνική ιθαγένεια θεμελιώνεται στην γέννηση από γονέα (πατέρα ή μητέρα) που είναι Έλληνας πολίτης. Δεν είναι απαραίτητο ο γονέας να έχει ασκήσει  (να του "έχει αναγνωρισθεί") το δικαίωμά του στην Ελληνική ιθαγένεια, αρκεί να το θεμελιώνει, δηλ. να είναι τέκνο Έλληνα πολίτη ή Ελληνίδας πολίτιδος.

Έλληνας πολίτης είναι όποιος έχει εγγραφεί σε δημοτολόγιο Δήμου ή Κοινότητας του Ελληνικού Κράτους.

Η νομική βάση της Ελληνικής υπηκοότητας είναι η εγγραφή στα δημοτολόγια Δήμου ή Κοινότητας  του Ελληνικού Κράτους.

Τα σχετικά "πιστοποιητικά δημοτολογίου" συνιστούν το νόμιμο τεκμήριο της Ελληνικής ιθαγένειας και μπορούν να εκδοθούν από τις αρμόδιες Αρχές (Δήμους/Κοινότητες) μετά από αίτηση που θα υποβάλουν οι ενδιαφερόμενοι (εφ' όσον διαμένουν μονίμως στην Ν.Ν.Ο) μέσω του Γενικού Προξενείου Σίδνεϋ.

Η εγγραφή του γάμου των γονέων και της γέννησης των ενδιαφερομένων στα μητρώα του Δήμου ή Κοινότητας του Ελληνικού Κράτους είναι προϋπόθεση για την έκδοση πιστοποιητικών δημοτολογίου.

Σύμφωνα με την Ελληνική νομοθεσία, η ιθαγένεια είναι δικαίωμα, το οποίο ενυπάρχει εκ γεννήσεως για τα τέκνα Ελλήνων πολιτών. Για τον λόγο αυτό, οι Ελληνικές Προξενικές Αρχές δεν "χορηγούν ιθαγένεια" αλλά βοηθούν - με τις διαδικασίες και τους όρους που θέτει η Ελληνική νομοθεσία - να ασκηθεί το δικαίωμα στην ιθαγένεια. Η εγγραφή στα δημοτολόγια Δήμου ή Κοινότητας της Ελλάδας συνιστά την αναγνώριση του δικαιώματος στην ιθαγένεια από το Ελληνικό Κράτος. Το Ελληνικό διαβατήριο δεν είναι παρά συνέπεια της εγγραφής αυτής.

Για τυχόν ερωτήματα ή πρόσθετες διευκρινίσεις μπορείτε να διαβιβάζετε τα αιτήματά σας μέσω μέσω των ηλεκτρονικών διευθύνσεων grgencon.sid@mfa.gr ,citizenship.sid@mfa.gr ή τον αριθμό Fax (02) 92646135 ή να επικοινωνείτε με τον αρμόδιο υπάλληλο του Γενικού Προξενείου στο τηλέφωνο (02) 92649130

KaVLOF

Αυτα και αλλα πολλα που κανουν οι πιρφοροι των υπουργειων θα τα δουμε,και θα συζητησουμε πιθανες λυσεις για οσους ενδιαφερονται!!

KaVLOF

ειναι γνωστο πλεον οτι οσο περναει ο καιρος περισσοτεροι ελληνες ψαχνουν η εχουν σχεσεις οι περισσοτεροι με κοπελες του πρωην ανατολικου μπλοκ!εχουν κατι το ιδιαιτερο σε σχεσει με τις ελληνιδες?ειναι σε κατι καλυτερες?φταιν οι ελληνιδες για αυτο η γενικα οι ελληνες φταιν και επιζητουν μια τετοια σχεσει γιατι νομιζουν οτι ειναι πιο ευκολο?πολλα ερωτηματα και πολλες απαντησειςμας περιμενουν!!!!!

KaVLOF

Eιναι γνωστο πλεον οτι οι ελληνιδες χρηζουν αλλαγη συμπεριφορας,πρεπει να βελτιωθουν σε πολλα πραγματα στο χαρακτηρα τους,και στο σωμα τους βεβαια μερικες,αυτο ομως ισχυει και για τους αντρες,για να ελθουν τα πραγματα σε μια ισσοροπια και βλεπουμε!!!φυσικα προτιμουνται οι αλλοδαπες λογω της συμπεριφορας τους και οχι της καραμελας πλεον των χρηματων,οι ελληνιδες εχουν πιο πολλες απαιτησεις!!

KaVLOF

ΣτΕ 2400/2000, Τμήμα Δ΄
Πρόεδρος: Μ. Βροντάκης, αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Ηλ. Μάζος, πάρεδρος

[ΤΕΥΧΟΣ 2/2001]

Γάμος -δικαίωμα επιλογής συζύγου- (άρθρο 5 παρ. 1 και 21 παρ. 1Σ) αλλοδαποί - άδεια παραμονής - σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία του νόμου. Η Διοίκηση οφείλει, κατ' αρχήν, εφ' όσον υφίσταται γάμος Ελληνίδας ή Έλληνα υπηκόου με αλλοδαπό ή αλλοδαπή και πραγματική συμβίωση των συζύγων στην Ελλάδα, να ικανοποιήσει το υποβαλλόμενο από τον αλλοδαπό σύζυγο αίτημα παραμονής στη χώρα. Σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία του άρθρου 19 του νόμου 1975/1991. Η κρίση της αρχής ότι ο γάμος είναι εικονικός και δεν υπάρχει πραγματική συμβίωση θα πρέπει να προκύπτει από στοιχεία. Γίνεται δεκτή η αίτηση ακυρώσεως.

2. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η αιτούσα, υπήκοος Ουκρανίας, εισήλθε στην Ελλάδα στις 10.1.1997 δυνάμει της υπ' αριθμ. GR - 0816338/23.12.1996 θεωρήσεως του Προξενείου της Ελλάδος στην Μαριούπολη και με δικαίωμα παραμονής δεκαπέντε (15) ημερών. Στις 23.1.1997 ετέλεσε γάμο στο Κολίρι Ν. Ηλείας με τον Έλληνα υπήκοο Δημήτριο Παρασκευόπουλο (βλ. την υπ' αριθμ. 1/1997 πράξη του Ληξιάρχου Κολιρίου), κατόπιν δε αυτού της χορηγήθηκε άδεια παραμονής, αρχικώς μέχρι 10.1.1998 και ακολούθως μέχρι 10.1.1999. Στη συνέχεια, όμως, με την υπ' αριθμ. Φ. 1988/3-7/5.5.1999 απόφαση του Διοικητού του Τμήματος Ασφαλείας Πύργου απερρίφθη η από 4.1.1999 αίτηση περί περαιτέρω ανανεώσεως της αδείας παραμονής της ήδη αιτούσης αλλοδαπής στη χώρα. Ήδη με την κρινόμενη αίτηση ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της υπ' αριθμ. Φ. 7018/3-7/20.12.1999 αποφάσεως του Αστυνομικού Διευθυντού Ηλείας με την οποία απερρίφθη η από 14.5.1999 προσφυγή της αιτούσης κατά της ως άνω πράξεως του Διοικητού του Τμήματος Ασφαλείας Πύργου.

3. Επειδή, με το άρθρο 29 παρ. 1 του Ν. 1558/1985 (ΦΕΚ Α΄ 137) ορίζεται ότι οι υπουργοί μπορούν να μεταβιβάζουν ορισμένες αρμοδιότητές τους, μεταξύ άλλων, σε διευθυντές και γενικώς σε προϊσταμένους υπηρεσιακών μονάδων, ως προϊστάμενοι δε υπηρεσιακών μονάδων των σωμάτων ασφαλείας. Κατ' επίκληση του ως άνω άρθρου 29 μεταβιβάσθηκε στους Διευθυντές των Αστυνομικών Διευθύνσεων Νομών, μεταξύ άλλων, και η κατ' άρθρο 16 παρ. 1 Ν. 1975/1991 (ΦΕΚ Α΄ 184) αρμοδιότητα του Υπουργού Δημοσίας Τάξεως προς έκδοση αποφάσεων επί προσφυγών κατ' αποφάσεων Τμημάτων Ασφαλείας "που αρνούνται τη χορήγηση ή ανανέωση αδείας παραμονής αλλοδαπού ή ανακαλούν τυχόν χορηγηθείσα" (βλ. το άρθρο 1 περ. ιδ εδ. 3 της υπ' αριθμ. 7004/26-ιγ/10.3.1999 αποφάσεως του Υπουργού Δημοσίας Τάξεως, περί μεταβιβάσεως αρμοδιοτήτων, ΦΕΚ 218/Β΄/12.3.1999, όπως η διάταξη αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 παρ. 12 της υπ' αριθμ. 7004/3/26-κθ΄/30.7.1999 αποφάσεως του ιδίου Υπουργού, ΦΕΚ 1578/Β/5.8.1999). Ενόψει τούτου, αρμοδίως επελήφθη της προσφυγής της αιτούσης κατά της από 5.5.1999 αποφάσεως του Διοικητού του Τμήματος Ασφαλείας Πύργου περί αρνήσεως ανανεώσεως της αδείας παραμονής της, και εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη ο Αστυνομικός Διευθυντής Ηλείας, είναι δε απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως. Εξάλλου, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται αντισυνταγματικότητα της μεταβιβάσεως της σχετικής αρμοδιότητας σε άλλα (πλην του Γενικού Γραμματέως του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως) όργανα, είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος εφόσον δεν προσδιορίζεται ποία διάταξη του Συντάγματος παραβιάζεται με την επίμαχη μεταβίβαση αρμοδιότητας.

4. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται νομίμου ερείσματος διότι η περίπτωση της αιτούσης διέπεται από τις διατάξεις του Π. Δ/τος 358/1997 (ΦΕΚ Α΄ 240) και όχι από το άρθρο 16 του Ν. 1975/1991, κατ' εφαρμογή του οποίου εξεδόθη. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως διότι το ως άνω Προεδρικό Διάταγμα εφαρμόζεται, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1 παρ. 2 αυτού, στους αλλοδαπούς, οι οποίοι, κατά την ημερομηνία δημοσιεύσεώς του (28.11.1997), ευρίσκοντο στην Ελληνική Επικράτεια, χωρίς να πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις εισόδου ή παραμονής στη χώρα, ενώ, αντιθέτως, η αιτούσα, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ευρίσκετο νομίμως στην Ελλάδα αφού της είχε χορηγηθεί η από 16.4.1997 άδεια παραμονής στη συνέχεια του γάμου της με τον ημεδαπό Δημήτριο Παρασκευόπουλο.

5. Επειδή, όπως έχει ήδη κριθεί (ΣτΕ 485/1999, επτ.) κατά την έννοια του άρθρου 19 του Ν. 1975/1991, το οποίο πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα των άρθρων 5 παρ. 1, 9 παρ. 1 και 21 παρ. 1 του Συντάγματος, εφόσον υφίσταται γάμος Ελληνίδας ή έλληνα υπηκόου με αλλοδαπό ή αλλοδαπή και πραγματική συμβίωση των συζύγων στην Ελλάδα, η Διοίκηση υποχρεούται κατ' αρχήν να ικανοποιήσει το υποβαλλόμενο από τον αλλοδαπό σύζυγο αίτημα παραμονής στη χώρα. Γάμος, όμως, έλληνα υπηκόου με αλλοδαπή χωρίς πραγματική συμβίωση των συζύγων στην Ελλάδα δεν απολαμβάνει, από την άποψη αυτή, προστασίας ούτε από τον κοινό νόμο ούτε από τις ως άνω συνταγματικές διατάξεις με τις οποίες κατοχυρώνεται το δικαίωμα των Ελλήνων και των Ελληνίδων να επιλέξουν αλλοδαπή (-ό) σύζυγο και να εξασφαλίσουν κοινή, με την (τον) αλλοδαπή (ό) σύζυγό τους, διαβίωση στην Ελλάδα. Νομίμως, επομένως, ανακαλείται άδεια παραμονής που είχε χορηγηθεί σε αλλοδαπή ενόψει της ιδιότητάς της ως συζύγου έλληνα υπηκόου, εάν διαπιστωθεί αιτιολογημένα από την αρμοδία για την εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών διοικητική αρχή ότι δεν υπάρχει πραγματική συμβίωση των συζύγων (ΣτΕ 3248/1999).

6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την υπ' αριθμ. Φ. 1988/3-γ/5.5.1999 απόφαση του Διοικητού του Τμήματος Ασφαλείας Πύργου απερρίφθη το αίτημα ανανεώσεως της αδείας παραμονής της αιτούσης στη χώρα για το λόγο ότι "όπως προέκυψε από έρευνα της Υπηρεσίας ... δεν υπάρχει συμβίωση μετά του συζύγου της και ο γάμος είναι εικονικός". "Για τους ίδιους [δε] λόγους που αναφέρονται στην ... απόφαση" αυτή απερρίφθη και η προσφυγή της αιτούσης με την προσβαλλόμενη πράξη του Αστυνομικού Διευθυντού Ηλείας. Δεν αναφέρονται, όμως, στην πράξη αυτή, ούτε στην ως άνω απόφαση του Διοικητού του Τμήματος Ασφαλείας Πύργου, ούτε προκύπτουν, εξάλλου, από τον φάκελο της υποθέσεως τα στοιχεία εκείνα, επί των οποίων στηρίζει η αστυνομική αρχή την κρίση της περί ελλείψεως πραγματικής συμβιώσεως της αιτούσης και του συζύγου της. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι, συνεπώς, αναιτιολόγητη και για τον λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει να ακυρωθεί.

Σημείωμα

Με τη σχολιαζόμενη απόφαση το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο εξειδικεύει τους όρους και τις ειδικότερες προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν προκειμένου να αναγνωρισθεί το δικαίωμα παραμονής στη Χώρα αλλοδαπού(ής) που είναι σύζυγος ημεδαπού(ής). Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το σκεπτικό της αποφάσεως αυτής, οι διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1, 9 παρ. 1 και 21 παρ. 1 του Συντάγματος επιβάλλουν στη Διοίκηση την υποχρέωση να ικανοποιήσει το υποβαλλόμενο από τον αλλοδαπό σύζυγο αίτημα παραμονής στη Χώρα, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι υπάρχει "πραγματική συμβίωση" των συζύγων στην Ελλάδα. Το δικαίωμα αυτό του αλλοδαπού συζύγου για παραμονή στη χώρα, το οποίο αποτελεί ουσιαστικά αντανάκλαση του δικαιώματος των Ελλήνων και των Ελληνίδων να επιλέξουν ελεύθερα αλλοδαπό(ή) σύζυγο και να εξασφαλίσουν κοινή διαβίωση στην Ελλάδα, μπορεί να καμφθεί εφόσον κάτι τέτοιο επιβάλλεται από "συγκεκριμένους και επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, όπως είναι, ιδίως, οι συνδεόμενοι με την προστασία της κρατικής ασφαλείας" (βλ. Σ.τ.Ε. 485/1999).

Πρέπει να επισημανθούν εν προκειμένω οι δυσχέρειες που ενδέχεται να προκύψουν κατά τη διερεύνηση της συνδρομής της προαναφερόμενης προϋποθέσεως της "πραγματικής συμβίωσης" των συζύγων, ενόψει, ιδίως, του φαινομένου των εικονικών γάμων που, όχι σπάνια, συνάπτονται με σκοπό την παραμονή του αλλοδαπού(ής) στη χώρα και των συνακόλουθων δυσκολιών που ανακύπτουν συνήθως για τη Διοίκηση όσον αφορά τη στήριξη της αιτιολογίας της πράξεως απέλασης σε συγκεκριμένα πραγματικά στοιχεία. Ο συναφής δικαστικός έλεγχος είναι, έτσι, υποχρεωμένος να ισορροπεί ανάμεσα στα ανωτέρω συνταγματικά δικαιώματα και την ανάγκη διασφάλισης του δημοσίου συμφέροντος, όπως είναι, ιδίως, η δημόσια υγεία και ασφάλεια.

Το Σ.τ.Ε. επιδεικνύει ιδιαίτερα φιλελεύθερη στάση κατά το σχετικό δικαστικό έλεγχο των πράξεων απέλασης, κυρίως κατά την εξέταση αιτήσεων αναστολής εκτελέσεως των πράξεων αυτών (βλ. Ο. Παπαδοπούλου, Αλλοδαποί και προσωρινή δικαστική προστασία. Επισκόπηση της πρόσφατης νομολογίας της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας, ΤοΣ 1996, σ. 95 επ.). Για παράδειγμα, έτσι, το Δικαστήριο έκρινε με την υπ' αριθμ. 635/1998 απόφαση της Ε.Α. ότι πρέπει να ανασταλεί η εκτέλεση πράξης απελάσεως κατά αλλοδαπής, η οποία είχε συλληφθεί να εκδίδεται επί χρήμασι χωρίς να είναι χαρακτηρισμένη ως εκδιδόμενη και είχε καταδικασθεί σε φυλάκιση για λόγους δημοσίας τάξεως και υγείας, ενώ η Διοίκηση έκρινε, έπειτα από αυτοπρόσωπη εμφάνιση της ιδίας και του ημεδαπού συζύγου της ότι "ο γάμος τους δεν είναι πραγματικός και βιώσιμος". Το Δικαστήριο οδηγήθηκε στην κρίση του αυτή λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός της υπάρξεως νομίμου γάμου με ημεδαπό, καθώς και της κατάστασης εγκυμοσύνης της αλλοδαπής. Σημειώνεται ότι η ύπαρξη τέκνου που ο ένας εκ των γονέων είναι ημεδαπός, ως λόγος απαγόρευσης της απέλασης του αλλοδαπού γονέα, θεωρείται ότι συντρέχει και στην περίπτωση που υπάρχει αναγνώριση εξώγαμου τέκνου, το οποίο γεννήθηκε, μάλιστα, με εξωσωματική γονιμοποίηση (βλ. Σ.τ.Ε. 157/1999).

Πρέπει, εξάλλου, να σημειωθεί ότι, εκτός του προαναφερόμενου συνταγματικού πλαισίου, υπάρχουν διατάξεις του διεθνούς δικαίου που αποβλέπουν στην αποτροπή της διάσπασης του οικογενειακού δεσμού, που μπορεί να επισυμβεί με την απέλαση κάποιου μέλους της οικογένειας. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις συνιστούν οι διατάξεις των άρθρων 8 και 12 ΕΣΔΑ και 23 και 24 του Διεθνούς Συμφώνου για τα αστικά και πολιτικά δικαιώματα, καθώς και του άρθρου 6 της European Agreement on Transfer of Responsibility for Refugees και του άρθρου 19 παρ. 6 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη (κυρ. ν. 1426/1984).

Το ΕΔΑΔ, πάντως, αναγνωρίζει ευρύτερα περιθώρια για την άσκηση πολιτικής περιοριστικής της μετανάστευσης εκ μέρους των κρατών, ακόμη και σε περίπτωση όπου διακυβεύεται η οικογενειακή ζωή των μεταναστών (βλ. ενδεικτικά τις αποφάσεις Nsona κατά Ολλανδίας της 28ης Νοεμβρίου 1996, Bouchelkia κατά Γαλλίας της 29ης Ιανουαρίου 1997, El Boujaidi κατά Γαλλίας της 26ης Σεπτεμβρίου 1997). Οι σχετικοί περιορισμοί, ωστόσο, δεν μπορούν να εξέρχονται των ανεκτών ορίων που υπαγορεύονται, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, από την αρχή της αναλογικότητας (πρβλ. απόφαση Moustaquim κατά Βελγίου της 18ης Φεβρουαρίου 1991). Στην υπόθεση Mehemi κατά Γαλλίας της 26ης Σεπτεμβρίου 1997, εξάλλου, το Δικαστήριο έκρινε ότι παραβιάστηκε το άρθρο 8 της Συμβάσεως λόγω της απέλασης αλλοδαπού, ο οποίος είχε καταδικαστεί για εισαγωγή μεγάλης ποσότητας χασίς, βρισκόταν, όμως, στη Γαλλία από τη γέννησή του και τα τρία παιδιά του είχαν τη γαλλική ιθαγένεια. Αντίθετα, ωστόσο, έκρινε το Δικαστήριο στην υπόθεση Dalia κατά Γαλλίας της 19ης Φεβρουαρίου 1998, όπου θεωρήθηκε ότι δεν παραβιάζει τη Σύμβαση η απέλαση αλλοδαπής λόγω και πάλι εμπορίου ηρωίνης, παρά το γεγονός ότι η προσφεύγουσα είχε δημιουργήσει την οικογένειά της στη Γαλλία, στην οποία διαβιούσε με τον Γάλλο υπήκοο σύζυγό της, το επίσης γαλλικής υπηκοότητας παιδί της, τη μητέρα της και τα επτά αδέρφια της. Σημαντικό ρόλο για την κρίση του Δικαστηρίου είχε το γεγονός ότι η εν λόγω προσφεύγουσα είχε έρθει στη Γαλλία σε σχετικά μεγάλη ηλικία, διατηρούσε δε σημαντικούς δεσμούς με τη χώρα προέλευσής της.

Πρέπει, επιπρόσθετα, να σημειωθεί ότι το κοινοτικό δίκαιο ρυθμίζει ολοένα και περισσότερο ζητήματα που άπτονται της δυνατότητας των κρατών μελών να προβαίνουν σε απέλαση αλλοδαπών από τρίτες χώρες, εφόσον, βέβαια, απέλαση κοινοτικού πολίτη δεν μπορεί να συμβιβασθεί με τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου για την ελευθερία κυκλοφορίας και εγκατάστασης των προσώπων. Ιδιαίτερα, οι σχετικές ρυθμίσεις του κοινοτικού δικαίου καταλαμβάνουν περιπτώσεις αλλοδαπών τρίτων χωρών που έχουν συνάψει Συμφωνία Σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Χαρακτηριστικό δείγμα αποτελεί εν προκειμένω η απόφαση του ΔΕΚ C-340/1997, που αφορά απέλαση Τούρκου υπηκόου από τη Γερμανία, λόγω εμπορίας ναρκωτικών ουσιών. Σύμφωνα, έτσι με το σκεπτικό της απόφασης αυτής "Μολονότι ένα κράτος μέλος μπορεί να θεωρήσει ότι η χρήση ναρκωτικών ουσιών συνιστά κίνδυνο για την κοινωνία δικαιολογούντα τη λήψη μέτρων κατά αλλοδαπών που παραβαίνουν τη νομοθεσία περί ναρκωτικών ουσιών, προκειμένου να διαφυλαχθεί η δημόσια τάξη, εντούτοις η σχετική με τη δημόσια τάξη εξαίρεση, όπως και όλες οι παρεκκλίσεις από τις θεμελιώδεις αρχές της Συνθήκης, πρέπει να ερμηνεύεται στενά, πράγμα που σημαίνει ύπαρξη ποινικής καταδίκης, δεν μπορεί να γίνει δεκτή ως αιτιολογία για την απέλαση παρά μόνον αν από τις περιστάσεις που οδήγησαν στην καταδίκη προκύπτει η ύπαρξη ατομικής συμπεριφοράς που συνιστά ενεστώσα απειλή κατά της δημοσίας τάξεως" (Σκ. 58. Πρβλ. επίσης και την απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1999, C-348/96, Calfa, Συλλογή 1999, σ. 1-11, σκ. 22-24).

Σύμφωνα, εξάλλου, με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 11 του Κανονισμού 1612/68, τα πρόσωπα της οικογένειας του κοινοτικού μετανάστη, που εξαρτώνται οικονομικά από αυτόν, έχουν δικαίωμα να εγκαθίστανται και να εργάζονται στη χώρα που τον φιλοξενεί, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους, δηλαδή και αν ακόμη προέρχονται από τρίτες μη κοινοτικές χώρες (πρβλ. και Κανονισμό 1251/70. Βλ. σχετικά Χρ. Δεληγιάννη-Δημητράκου, Εργαζόμενοι τρίτων χωρών και κοινοτικό κοινωνικό δίκαιο, ΤοΣ 1996, σ. 123 επ.).

Γενικότερα για το ζήτημα της απελάσεως αλλοδαπών βλ. ενδεικτικά, Τζ. Ηλιοπούλου-Στράγγα, Απέλαση, επαναπρόωθηση (refoulement), έκδοση αλλοδαπών και η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά των Βασανιστηρίων, ΤοΣ 1996, σ. 3 επ., Ζ. Παπασιώπη-Πασιά, Ο νόμος 1975/1991 για την είσοδο-έξοδο, παραμονή, εργασία, απέλαση αλλοδαπών και διαδικασία αναγνώρισης πολιτικών προσφύγων, ΤοΣ 1996, σ. 73 επ., Σ. Σταύρου, Ο νόμος 1975/1991 για τον έλεγχο των αλλοδαπών κάτω από το πρίσμα των διεθνών Συμβάσεων για τα δικαιώματα του ανθρώπου, του πρόσφυγα και του μετανάστη, ΝοΒ 1992, σ. 959 επ., Ν. Χλέπα/Δ. Σπυράκου, Ο νόμος 1975/1991 περί αλλοδαπών και το Σύνταγμα, 1992, Χ. Χρυσανθάκη, Ζητήματα προστασίας του αλλοδαπού. Η προσωρινή (έννομη) προστασία του αλλοδαπού στο πλαίσιο της ΕΣΔΑ και της ελληνικής έννομης τάξης, ΔιΔικ 1995, σ. 273 επ.

Απόστολος Παπακωνσταντίνου


KaVLOF

Ελλαδα πιρφορισταν  :ugly_tocktock:.

KaVLOF

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 7
26 Ιανουαρίου 2011
ΝΟΜΟΣ ΥΠ' ΑΡΙΘ. 3907
΄Ιδρυση Υπηρεσίας Ασύλου και Υπηρεσίας Πρώτης Υπο−
δοχής, προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς
τις διατάξεις της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ «σχετικά με
τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη
− μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμε−
νόντων υπηκόων τρίτων χωρών» και λοιπές διατά−
ξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΙΔΡΥΣΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ
Άρθρο 1
Ίδρυση – Αποστολή – Συγκρότηση
1. Στo Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη συνιστά−
ται αυτοτελής Yπηρεσία, με τίτλο «Υπηρεσία Ασύλου»
που υπάγεται απευθείας στον Υπουργό και έχει τοπική
αρμοδιότητα που εκτείνεται σε όλη την Επικράτεια. Η
Υπηρεσία αυτή λειτουργεί σε επίπεδο Διεύθυνσης και
έχει ως αποστολή την εφαρμογή της νομοθεσίας περί
ασύλου και των λοιπών μορφών διεθνούς προστασίας
των αλλοδαπών και ανιθαγενών, καθώς και τη συμβολή
στο σχεδιασμό και τη διαμόρφωση της εθνικής πολι−
τικής ασύλου.
2. Η Υπηρεσία Ασύλου, στο πλαίσιο της αποστολής
της, είναι αρμόδια ιδίως για:
α. την υποστήριξη του σχεδιασμού και της χάραξης
της πολιτικής της χώρας όσον αφορά στη χορήγηση
ασύλου ή άλλων μορφών διεθνούς προστασίας, καθώς
και την παρακολούθηση και αξιολόγηση της υλοποίη−
σης αυτής,
β. την παραλαβή και εξέταση αιτημάτων διεθνούς
προστασίας και την απόφανση επί αυτών σε πρώτο
βαθμό,
γ. την ενημέρωση των αιτούντων διεθνή προστασία
για τη διαδικασία εξέτασης των αιτημάτων, καθώς και
για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους στο πλαί−
σιο αυτής,
δ. τη συγκέντρωση και αξιολόγηση πληροφοριών σχε−
τικά με την οικονομική, κοινωνική και πολιτική κατάστα−
ση που επικρατεί στις χώρες προέλευσης των αλλοδα−
πών και τη διαρκή παρακολούθηση των εξελίξεων στις
χώρες αυτές, σε συνεργασία με αρμόδιες για το σκοπό
αυτόν άλλες ελληνικές αρχές ή αρχές της αλλοδαπής,
ιδίως στο πλαίσιο σχετικών διεθνών συμφωνιών,
ε. τον εφοδιασμό των αιτούντων διεθνή προστασία
αλλοδαπών, καθώς και των δικαιούχων διεθνούς προ−
στασίας με τα προβλεπόμενα από την κείμενη νομοθε−
σία νομιμοποιητικά και ταξιδιωτικά έγγραφα,
στ. τη διεκπεραίωση των αιτήσεων οικογενειακής επα−
νένωσης προσφύγων,
ζ. τη διευκόλυνση των αιτούντων σε ό,τι αφορά στις
υλικές συνθήκες υποδοχής σε συνεργασία με άλλους
συναρμόδιους φορείς,
η. την προετοιμασία νομοθετικών κειμένων και διοικη−
τικών πράξεων σε θέματα αρμοδιότητάς της και
θ. τη συνεργασία με κρατικούς φορείς, ανεξάρτη−
τες αρχές και μη κυβερνητικές οργανώσεις, όργανα
και οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και διεθνείς
οργανισμούς για την αποτελεσματικότερη εκπλήρωση
της αποστολής της.
3. Η Υπηρεσία Ασύλου συγκροτείται από την Κεντρική
Υπηρεσία και από τα Περιφερειακά Γραφεία Ασύλου.
Τα Περιφερειακά Γραφεία Ασύλου υπάγονται στην Κε−
ντρική Υπηρεσία. Η Κεντρική Υπηρεσία προγραμματίζει,
κατευθύνει, παρακολουθεί και ελέγχει τη δράση των
Περιφερειακών Γραφείων Ασύλου και εξασφαλίζει τις
αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση των αρμο−
διοτήτων τους. Με την έναρξη ισχύος του παρόντος
νόμου, συνιστώνται Περιφερειακά Γραφεία Ασύλου με
έδρα την Αττική, τη Θεσσαλονίκη, την Αλεξανδρούπολη,
την Ορεστιάδα, τα Ιωάννινα, το Βόλο, την Πάτρα, το
Ηράκλειο, τη Λέσβο, τη Χίο, τη Σάμο, τη Λέρο και τη
Ρόδο. Η έναρξη λειτουργίας των Περιφερειακών Γραφεί−
ων Ασύλου που συνιστώνται με την παρούσα διάταξη
καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Προστασίας
του Πολίτη. Με όμοια απόφαση κατανέμεται στα κατά
τόπους Περιφερειακά Γραφεία Ασύλου το προσωπικό
που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 2 και
μπορεί να ιδρύονται αυτοτελή κλιμάκια των Περιφε−
ρειακών Γραφείων Ασύλου που εδρεύουν και λειτουρ−
γούν σε εγκαταστάσεις Κέντρων Πρώτης Υποδοχής ή
συμμετέχουν σε κινητές ή έκτακτες Μονάδες Πρώτης
Υποδοχής.
4. Η Κεντρική Υπηρεσία Ασύλου διαρθρώνεται στα
εξής τμήματα:
19
20 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ)
α. Τμήμα Στρατηγικού Σχεδιασμού και Νομοθετικού
Έργου, το οποίο μελετά, αξιολογεί προτάσεις, σχεδιάζει
την πολιτική του ασύλου, υποβάλλει προτάσεις για τις
αναγκαίες τροποποιήσεις και βελτιώσεις, καταρτίζει
σχέδια νομοθετικών και εν γένει κανονιστικών κειμένων
και εγκυκλίων, και μεριμνά για την εκπροσώπηση της
χώρας σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.
β. Τμήμα Συντονισμού, το οποίο συντονίζει τις ενέρ−
γειες των Περιφερειακών Γραφείων Ασύλου, μεριμνά
για την επικοινωνία και συνεργασία με τις Μονάδες του
Δικτύου Πρώτης Υποδοχής και με άλλες συναρμόδιες
υπηρεσίες του Δημοσίου και με ανεξάρτητες αρχές,
καθώς και με φορείς της κοινωνίας των πολιτών και
επιχειρήσεις, τηρεί καταλόγους πιστοποιημένων φο−
ρέων, διερμηνέων και διαμεσολαβητών, παρακολουθεί
την υλοποίηση της πολιτικής ασύλου της χώρας από
τα επί μέρους όργανα της Υπηρεσίας Ασύλου και τους
συναρμόδιους φορείς και αρχές και συντάσσει σχετικές
εκθέσεις προς τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη και
τη Διυπουργική Επιτροπή Μεταναστευτικής Πολιτικής
και Κοινωνικής Ένταξης.
γ. Τμήμα Ανθρωπίνου Δυναμικού και Διασφάλισης Ποι−
ότητας, το οποίο διαχειρίζεται τα θέματα προσωπικού
της Υπηρεσίας Ασύλου, οργανώνει την εκπαίδευση και
συνεχή επιμόρφωση του προσωπικού της Υπηρεσίας και
μεριμνά για τη διασφάλιση της ποιότητας των διαδικα−
σιών και παρεχόμενων υπηρεσιών ασύλου.
δ. Τμήμα Διεθνούς Συνεργασίας και Τεκμηρίωσης, το
οποίο αναζητεί, συλλέγει, αξιολογεί και τηρεί πληροφο−
ρίες σχετικά με την πολιτική, κοινωνική και οικονομική
κατάσταση στις χώρες προέλευσης των αλλοδαπών σε
συνεργασία με άλλες συναρμόδιες αρχές ή αντίστοιχες
αρχές κρατών−μελών Ε.Ε., στο πλαίσιο σχετικών συμφω−
νιών, δέχεται και διαβιβάζει αιτήματα ανάληψης ευθύνης,
μεριμνά για την εφαρμογή του Κανονισμού 343/2003 του
Συμβουλίου της Ε.Ε. (L 50/25.2.2003) ή άλλης συναφούς
νομοθεσίας και συνεργάζεται με τις Υπηρεσίες Πρώτης
Υποδοχής και άλλες συναρμόδιες κρατικές υπηρεσίες
όσον αφορά στη λήψη, καταχώριση και τήρηση αρχεί−
ων δακτυλικών αποτυπωμάτων των αιτούντων διεθνή
προστασία.
ε. Τμήμα Διοικητικής Υποστήριξης, το οποίο ανα−
λαμβάνει τη γραμματειακή υποστήριξη της Κεντρικής
Υπηρεσίας Ασύλου. Συλλέγει, επεξεργάζεται και τηρεί
στατιστικά δεδομένα από τα Περιφερειακά Γραφεία
Ασύλου, οργανώνει και παρακολουθεί το σύστημα μη−
χανοργάνωσης της Υπηρεσίας Ασύλου και μεριμνά για
την κατάλληλη διασύνδεσή του με αρχεία τηρούμενα
από άλλες υπηρεσίες του ίδιου ή άλλου Υπουργείου ή
και άλλων αντίστοιχων αρχών κρατών−μελών της Ε.Ε.,
στο πλαίσιο σχετικών συμφωνιών.
στ. Τμήμα Οικονομικών, το οποίο συντάσσει και εκτελεί
τον προϋπολογισμό της Υπηρεσίας Ασύλου, διερευνά,
συντάσσει προτάσεις και διαχειρίζεται τα Ευρωπαϊκά
και άλλα προγράμματα χρηματοδότησης στον τομέα
του ασύλου και διαχειρίζεται τις προμήθειες υλικού της
Υπηρεσίας Ασύλου.
Άρθρο 2
Στελέχωση
1. Στην Κεντρική Υπηρεσία Ασύλου συνιστάται θέση
Διευθυντή. Ο Διευθυντής διορίζεται με απόφαση του
Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, ύστερα από δημόσια
πρόσκληση ενδιαφέροντος, με θητεία τριών ετών που
μπορεί να ανανεώνεται μία φορά για τρία ακόμη έτη. Ο
Διευθυντής είναι προσωπικότητα εγνωσμένου κύρους,
πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, με διοικητική ικανότητα.
Ο Διευθυντής προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και
ελέγχεται από τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη
ενώ μπορεί να παύεται πριν τη λήξη της θητείας του,
είτε κατόπιν αίτησής του είτε λόγω αδυναμίας εκτέλε−
σης των καθηκόντων του ή για άλλο σοβαρό λόγο που
ανάγεται στην άσκηση των καθηκόντων του. Οι αποδο−
χές του Διευθυντή καθορίζονται με κοινή απόφαση των
Υπουργών Οικονομικών και Προστασίας του Πολίτη. Ο
Διευθυντής υποστηρίζεται από γραμματεία, στο πλαίσιο
της οποίας λειτουργεί αυτοτελές Γραφείο Δημοσίων
Σχέσεων και Ενημέρωσης, το οποίο αναλαμβάνει και
διεκπεραιώνει τα ζητήματα επικοινωνίας, ενημέρωσης
του κοινού και δημοσίων σχέσεων.
2. Η Υπηρεσία Ασύλου στελεχώνεται από δημόσιους
πολιτικούς υπαλλήλους, οι οποίοι μετατάσσονται, μετα−
φέρονται ή αποσπώνται από υπηρεσίες του δημοσίου,
του ευρύτερου δημόσιου τομέα (άρθρο 2 του ν.3861/2010,
ΦΕΚ 112 Α΄) ή Ν.Π.Δ.Δ. ή από πρόσωπα που προσλαμ−
βάνονται ως μόνιμοι ή με σύμβαση εργασίας αορίστου
χρόνου, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.
3. Για τη στελέχωση της Κεντρικής Υπηρεσίας Ασύλου
συνιστώνται οι εξής οργανικές θέσεις:
α. 25 θέσεις κατηγορίας ΠΕ Διοικητικού−Οικονομικού
β. 2 θέσεις κατηγορίας ΠΕ Πληροφορικής
γ. 2 θέσεις κατηγορίας ΠΕ Επικοινωνίας και ΜΜΕ
δ. 3 θέσεις κατηγορίας ΤΕ Πληροφορικής
ε. 10 θέσεις κατηγορίας ΔΕ Διοικητικού−Λογιστικού
στ. 10 θέσεις ειδικού επιστημονικού προσωπικού.
4. Για τη στελέχωση των Περιφερειακών Γραφείων
Ασύλου συνιστώνται οι εξής οργανικές θέσεις:
α. 90 θέσεις ειδικού επιστημονικού προσωπικού. Οι
θέσεις αυτές πληρούνται με μετατάξεις, μεταφορές ή
αποσπάσεις προσωπικού του Δημοσίου, του ευρύτερου
δημόσιου τομέα (άρθρο 2 του ν. 3861/2010, ΦΕΚ 112 Α΄) ή
Ν.Π.Δ.Δ. και με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμ−
βαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου.
β. 90 θέσεις κατηγορίας ΔΕ Διοικητικού−Λογιστικού. Οι
θέσεις αυτές πληρούνται με μετατάξεις, μετακινήσεις ή
αποσπάσεις προσωπικού του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ..
5. Τα προσόντα του ειδικού επιστημονικού προσωπι−
κού των προηγούμενων παραγράφων είναι τα οριζόμενα
στο άρθρο 2 του π.δ.50/2001 (ΦΕΚ 39 Α΄). Το γνωστικό
αντικείμενο των θέσεων του προηγούμενου εδαφίου
καλύπτουν τίτλοι σπουδών ανθρωπιστικών, νομικών και
κοινωνικών επιστημών. Η πλήρωση των θέσεων των
προηγούμενων παραγράφων με μετατάξεις, μεταφο−
ρές και αποσπάσεις υπαλλήλων διενεργείται μετά από
δημόσια πρόσκληση από τον Υπουργό Προστασίας του
Πολίτη. Οι μετατάξεις και μεταφορές του προσωπικού
για τη στελέχωση της Υπηρεσίας Ασύλου ενεργούνται
σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Οι αποσπάσεις
διενεργούνται με κοινή απόφαση του Υπουργού Προ−
στασίας του Πολίτη και του συναρμόδιου Υπουργού,
κατά παρέκκλιση από κάθε γενική ή ειδική διάταξη, μετά
από πρόταση του Διευθυντή της Υπηρεσίας Ασύλου, ο
οποίος αξιολογεί τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα
των υποψηφίων. Μετατάξεις προσωπικού που υπηρετεί
σε καταργούμενους ή συγχωνευόμενους φορείς του
Δημοσίου και του ευρύτερου δημοσίου τομέα προς την
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ) 21
Υπηρεσία Ασύλου διενεργούνται κατά προτεραιότητα.
Οι αποσπασμένοι υπάλληλοι λαμβάνουν το μισθό και
όλες τις τυχόν επιπλέον τακτικές αποδοχές, καθώς και
όλα ανεξαιρέτως τα επιδόματα και λοιπές απολαβές της
οργανικής τους θέσης. Ο μισθός, οι λοιπές αποδοχές
και τα επιδόματα εξακολουθούν να καταβάλλονται από
την Υπηρεσία από την οποία αποσπώνται.
6. Tα Περιφερειακά Γραφεία Ασύλου μπορούν να συ−
νάπτουν συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με διερμηνείς,
οι οποίοι διαθέτουν τα απαραίτητα προσόντα και επιλέ−
γονται από σχετικό κατάλογο που καταρτίζει η Κεντρι−
κή Υπηρεσία, σύμφωνα με τον Κανονισμό Λειτουργίας
της. Οι διερμηνείς αποζημιώνονται με δελτίο παροχής
υπηρεσιών ή με ωριαία αποζημίωση.
7. Αν Περιφερειακό Γραφείο αντιμετωπίζει προβλή−
ματα ομαλής λειτουργίας λόγω έλλειψης επαρκούς ή
κατάλληλου προσωπικού ή λόγω υποβολής εξαιρετικά
μεγάλου αριθμού αιτημάτων, η διεκπεραίωση επί μέρους
αρμοδιοτήτων του Γραφείου, με εξαίρεση αυτές που
συνιστούν άσκηση δημόσιας εξουσίας, όπως η έκδοση
διοικητικών πράξεων, η εξέταση αιτημάτων ασύλου, η
διεξαγωγή συνεντεύξεων και ο εφοδιασμός με ταξιδιω−
τικά και νομιμοποιητικά έγγραφα, μπορεί να ανατίθεται
για ορισμένο χρόνο με βάση τις διατάξεις περί δημοσίου
λογιστικού σε φορείς της κοινωνίας των πολιτών, που
ανταποκρίνονται σε κατάλληλες προδιαγραφές ποιότη−
τας και ασφάλειας. Η ανάθεση των αρμοδιοτήτων αυτών
γίνεται από τον Διευθυντή της Κεντρικής Υπηρεσίας
Ασύλου, ύστερα από ειδική και αιτιολογημένη πρόταση
του προϊσταμένου του Περιφερειακού Γραφείου Ασύ−
λου. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών,
Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Οικο−
νομικών και Προστασίας του Πολίτη προσδιορίζονται
οι προδιαγραφές ποιότητας και ασφάλειας που πρέπει
να πληρούν οι φορείς της κοινωνίας των πολιτών για
την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου, καθώς και οι
επί μέρους αρμοδιότητες των Περιφερειακών Γραφείων
Ασύλου που μπορεί να τους ανατίθενται. Στην Κεντρική
Υπηρεσία Ασύλου τηρείται Μητρώο τέτοιων φορέων.
Άρθρο 3
Αρχή Προσφυγών
1. Στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη συνιστάται
Αρχή Προσφυγών, η οποία εξετάζει τις προσφυγές αι−
τούντων διεθνή προστασία κατά αποφάσεων της Υπη−
ρεσίας Ασύλου, κατά την παράγραφο 5 του άρθρου 5.
2. Η Αρχή Προσφυγών υπάγεται απευθείας στον
Υπουργό Προστασίας του Πολίτη. Στην Αρχή λειτουρ−
γούν μία ή περισσότερες τριμελείς Επιτροπές Προ−
σφυγών, που συγκροτούνται, ανάλογα με τον αριθμό
των προσφυγών που υποβάλλονται με απόφαση του
Υπουργού Προστασίας του Πολίτη με θητεία δύο ετών
που μπορεί να ανανεώνεται. Με την ίδια απόφαση κα−
θορίζεται η τοπική τους αρμοδιότητα.
3. Οι Επιτροπές Προσφυγών απαρτίζονται από ένα
πρόσωπο εγνωσμένου κύρους, με εξειδίκευση ή εμπειρία
στο προσφυγικό δίκαιο ή στο δίκαιο των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων ή στο διεθνές δίκαιο, ως πρόεδρο, έναν
Έλληνα υπήκοο που υποδεικνύεται από την Ύπατη Αρμο−
στεία του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες και έναν πτυχιούχο
Α.Ε.Ι. με τίτλο σπουδών νομικών, πολιτικών ή κοινωνικών
επιστημών με εξειδικευμένες γνώσεις στα ζητήματα
διεθνούς προστασίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ως
μέλη, με τους αναπληρωτές τους. Ο πρόεδρος και το
τρίτο μέλος της Επιτροπής, καθώς και οι αναπληρωτές
τους, επιλέγονται από τον Υπουργό Προστασίας του
Πολίτη από σχετικό κατάλογο που καταρτίζεται από την
Εθνική Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σύμφωνα
με τον κανονισμό λειτουργίας της.
4. Τα μέλη των Επιτροπών κατά την άσκηση των καθη−
κόντων τους απολαμβάνουν προσωπικής ανεξαρτησίας.
Ο πρόεδρος και τα μέλη των Επιτροπών αυτών αμεί−
βονται σύμφωνα με τα οριζόμενα σε σχετική σύμβαση
παροχής υπηρεσιών ή μίσθωσης έργου που συνάπτεται,
είτε με τους ίδιους είτε με τον φορέα στον οποίο ανή−
κουν. Δικηγόροι που τυχόν ορίζονται ως μέλη των ως
άνω Επιτροπών δεν αναλαμβάνουν υποθέσεις πολιτών
τρίτων χωρών που αφορούν υποθέσεις μετανάστευσης
ή διεθνούς προστασίας, ούτε τους εκπροσωπούν ενώ−
πιον των αρχών. Η ανάληψη τέτοιας δραστηριότητας
συνεπάγεται την αυτοδίκαιη έκπτωσή τους από τη θέση
του μέλους της ως άνω Επιτροπής.
5. Στην Αρχή Προσφυγών συνιστάται γραμματεία και
θέση Διευθυντή, κατηγορίας ΠΕ Διοικητικού−Οικονομι−
κού. Ως Διευθυντής ορίζεται με απόφαση του Υπουργού
Προστασίας του Πολίτη, ύστερα από δημόσια πρόσκλη−
ση ενδιαφέροντος, υπάλληλος του Δημοσίου, του ευρύ−
τερου δημόσιου τομέα (άρθρο 2 του ν. 3861/2010, ΦΕΚ 112
Α΄) ή Ν.Π.Δ.Δ., κατά προτίμηση με διοικητική εμπειρία.
Ο Διευθυντής μετατάσσεται ή μεταφέρεται ή αποσπά−
ται στην Αρχή Προσφυγών σύμφωνα με τις ισχύουσες
διατάξεις. Ο Διευθυντής προΐσταται της Γραμματείας
της Αρχής και μεριμνά για τη διευκόλυνση του έργου
των Επιτροπών.
6. Για τη στελέχωση της Γραμματείας της Αρχής Προ−
σφυγών συνιστώνται:
α. 8 θέσεις ειδικού επιστημονικού προσωπικού, ως
εμπειρογνώμονες−εισηγητές. Τα προσόντα του ειδικού
επιστημονικού προσωπικού είναι τα οριζόμενα στο άρ−
θρο 2 του π.δ.50/2001. Το γνωστικό αντικείμενο είναι
εκείνο της παραγράφου 5 του άρθρου 2.
β. 5 θέσεις ΔΕ Διοικητικού−Λογιστικού, ως γραμμα−
τείς.
7. Για την πλήρωση των θέσεων της παραγράφου 6
μπορούν να μετατάσσονται, να μεταφέρονται ή να απο−
σπώνται υπάλληλοι από υπηρεσίες του Δημοσίου, του
ευρύτερου δημόσιου τομέα (άρθρο 2 του ν. 3861/2010)
ή Ν.Π.Δ.Δ.. Για την πλήρωση των θέσεων διενεργείται
δημόσια πρόσκληση ενδιαφέροντος, ενώ η επιλογή γί−
νεται από το οικείο υπηρεσιακό συμβούλιο ύστερα από
αξιολόγηση των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων
των υπαλλήλων.
8. Η Αρχή Προσφυγών εδρεύει στην έδρα της Κε−
ντρικής Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία παρέχει την ανα−
γκαία διοικητική υποστήριξη για την εύρυθμη λειτουργία
της. Οι δαπάνες λειτουργίας της Αρχής Προσφυγών
καλύπτονται από τον προϋπολογισμό της Υπηρεσίας
Ασύλου.
Άρθρο 4
Προϋπολογισμός – Οικονομική διαχείριση
Προμήθειες – Στέγαση Υπηρεσιών
1. Η Υπηρεσία Ασύλου έχει ίδιο προϋπολογισμό ως
ειδικός φορέας του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη,
όπου εγγράφονται οι πιστώσεις για την αντιμετώπιση
των αναγκών λειτουργίας των Υπηρεσιών της και του
22 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ)
προσωπικού της. Ειδικότερα, εγγράφονται πιστώσεις
που αφορούν σε δαπάνες για:
α. καταβολή μισθωμάτων για τα οικήματα που στε−
γάζονται οι Υπηρεσίες Ασύλου και δεν ανήκουν στο
Δημόσιο,
β. αγορά, μίσθωση, επισκευή και συντήρηση κάθε εί−
δους υλικοτεχνικού εξοπλισμού,
γ. αποδοχές του προσωπικού που δεν μισθοδοτείται
από τις υπηρεσίες από τις οποίες έχει αποσπαστεί,
αμοιβές υπερωριακής απασχόλησης, αποζημιώσεις με−
λών των επιτροπών προσφυγών, αμοιβές υπηρεσιών
διερμηνείας, οδοιπορικά έξοδα και άλλες συναφείς
αποζημιώσεις, καθώς και για την ανάθεση σε φορείς
της κοινωνίας των πολιτών, έργων των Περιφερειακών
Υπηρεσιών,
δ. λειτουργικά έξοδα, έξοδα εκπαίδευσης και επιμόρ−
φωσης του προσωπικού και
ε. διενέργεια μελετών ή ερευνών επί θεμάτων αρμο−
διότητας της Υπηρεσίας.
2. Στον προϋπολογισμό της Υπηρεσίας Ασύλου εγ−
γράφονται πιστώσεις για κάθε άλλη δαπάνη, πέρα από
όσες διαλαμβάνονται στην παράγραφο 1, που είναι ανα−
γκαία για τη λειτουργία των Υπηρεσιών της, με κοινή
απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Προστασίας
του Πολίτη.
3. Στον προϋπολογισμό δημοσίων επενδύσεων προ−
βλέπονται οι πιστώσεις για την ανέγερση κτιρίων και
τον εξοπλισμό Υπηρεσιών της Υπηρεσίας Ασύλου, στο
πλαίσιο των εγκρινόμενων ετήσιων πιστώσεων του Κρα−
τικού Προϋπολογισμού.
4. Στην Κεντρική Υπηρεσία Ασύλου συνιστάται πάγια
προκαταβολή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου
46 του ν. 2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α΄).
5. Η οικονομική διαχείριση της Υπηρεσίας Ασύλου ασκεί−
ται από τις αρμόδιες Υπηρεσίες της και οι δαπάνες πραγ−
ματοποιούνται, ελέγχονται, εκκαθαρίζονται και εντέλλονται
σύμφωνα με τις διατάξεις περί δημοσίου λογιστικού.
6. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών
και Προστασίας του Πολίτη ρυθμίζονται ειδικά θέματα
διαχείρισης υλικού, χρημάτων, καθώς και κάθε άλλο
σχετικό θέμα.
7. Οι Υπηρεσίες Ασύλου στεγάζονται σε κτίρια του
Δημοσίου ή των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης
που παραχωρούνται ή σε ιδιωτικά κτίρια που μισθώνο−
νται με δαπάνες του Δημοσίου.
8. Ακίνητα του Δημοσίου μπορεί να παραχωρούνται
κατά χρήση δωρεάν από την Κτηματική Εταιρεία του
Δημοσίου, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, για
την αντιμετώπιση των στεγαστικών αναγκών των Υπη−
ρεσιών Ασύλου. Η επισκευή, συντήρηση, επέκταση ή
διαρρύθμιση κτιριακών εγκαταστάσεων του Δημοσίου
όπου στεγάζονται Υπηρεσίες της Υπηρεσίας Ασύλου,
γίνονται από τις τεχνικές υπηρεσίες των κατά τόπους
Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, ύστερα από έγγραφο της
Υπηρεσίας Ασύλου.
Άρθρο 5


KaVLOF

Γενικές και εξουσιοδοτικές διατάξεις
1. Στο προσωπικό της Υπηρεσίας Ασύλου και της Αρ−
χής Προσφυγών παρέχεται η αναγκαία εκπαίδευση από
το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, σε συνεργασία
με την ΄Υπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυ−
γες και άλλους αρμόδιους φορείς, ιδίως δε κατά την
πρώτη εφαρμογή του νόμου.
2. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση
των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρο−
νικής Διακυβέρνησης, Οικονομικών και Προστασίας του
Πολίτη μπορεί και κατά τροποποίηση των διατάξεων του
παρόντος νόμου, να ρυθμίζονται θέματα σχετικά με την
οργάνωση, τη λειτουργία, την έδρα και τις επί μέρους
αρμοδιότητες της Κεντρικής Υπηρεσίας και των Περι−
φερειακών Γραφείων Ασύλου, να συγχωνεύονται ή να
καταργούνται υφιστάμενες υπηρεσίες και να συνιστώ−
νται νέες, να αυξάνονται ή να μειώνονται οι οργανικές
θέσεις του προσωπικού ή να συνιστώνται νέες θέσεις
και να ρυθμίζονται τα καθήκοντα του προσωπικού.
3. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση
των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλε−
κτρονικής Διακυβέρνησης, Οικονομικών, Εξωτερικών,
Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Παιδείας, Δια Βίου
Μάθησης και Θρησκευμάτων, Υγείας και Κοινωνικής Αλ−
ληλεγγύης, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων
Δικαιωμάτων και Προστασίας του Πολίτη ρυθμίζονται
οι διαδικασίες υποδοχής αιτούντων διεθνή προστασία,
οι διαδικασίες υποβολής και εξέτασης αιτημάτων διε−
θνούς προστασίας και αναγνώρισης του καθεστώτος
του πρόσφυγα ή χορήγησης του καθεστώτος δικαιού−
χου επικουρικής προστασίας ή ανθρωπιστικού καθε−
στώτος, το περιεχόμενο των καθεστώτων αυτών, καθώς
και οι διαδικασίες παροχής προσωρινής προστασίας σε
περίπτωση μαζικής εισροής εκτοπισθέντων αλλοδαπών.
Με όμοιο διάταγμα ρυθμίζεται η διαδικασία εξέτασης
των αιτημάτων διεθνούς προστασίας ή προσφυγών που
εκκρεμούν κατά την έναρξη λειτουργίας της Υπηρεσίας
Ασύλου και της Αρχής Προσφυγών.
4. Με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πο−
λίτη εκδίδεται Κανονισμός Λειτουργίας της Υπηρεσί−
ας Ασύλου, μετά από πρόταση του Διευθυντή της και
Κανονισμός Λειτουργίας της Αρχής Προσφυγών, μετά
από γνώμη του Διευθυντή της και των Προέδρων των
Επιτροπών, όπου ρυθμίζονται επί μέρους θέματα εσω−
τερικής διάρθρωσης και λειτουργίας της Υπηρεσίας
Ασύλου και της Αρχής Προσφυγών αντιστοίχως.
5. Κατά των αποφάσεων ασύλου που απορρίπτουν αίτη−
ση παροχής διεθνούς προστασίας ή ανακαλούν το καθε−
στώς αυτό επιτρέπεται ενδικοφανής προσφυγή σύμφωνα
με τα ειδικότερα οριζόμενα στο προεδρικό διάταγμα που
εκδίδεται κατ' εξουσιοδότηση της παραγράφου 3.
6. Αρμόδια για τα θέματα του προσωπικού των Υπηρε−
σιών Ασύλου και της Αρχής Προσφυγών είναι τα υπηρε−
σιακά συμβούλια που είναι αρμόδια για τους πολιτικούς
υπαλλήλους του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη.
7. Με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη
ορίζεται η έναρξη λειτουργίας της Υπηρεσίας Ασύλου
και της Αρχής Προσφυγών, μέσα σε 12 μήνες από την
έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΙΔΡΥΣΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΠΡΩΤΗΣ ΥΠΟΔΟΧΗΣ
Άρθρο 6
Ίδρυση − αποστολή
Στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη συνιστάται
αυτοτελής Υπηρεσία με τίτλο «Υπηρεσία Πρώτης Υπο−
δοχής», που υπάγεται απευθείας στον Υπουργό Προ−
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ) 23
στασίας του Πολίτη και έχει τοπική αρμοδιότητα σε όλη
την επικράτεια. Η Υπηρεσία αυτή λειτουργεί σε επίπεδο
διεύθυνσης και έχει ως αποστολή την αποτελεσματική
διαχείριση των υπηκόων τρίτων χωρών που εισέρχονται
παρανόμως στη Χώρα, σε συνθήκες σεβασμού της αξι−
οπρέπειάς τους, με την υπαγωγή τους σε διαδικασίες
πρώτης υποδοχής.
Άρθρο 7
Διαδικασίες Πρώτης Υποδοχής
1. Σε διαδικασίες πρώτης υποδοχής υποβάλλονται
όλοι οι υπήκοοι τρίτων χωρών που συλλαμβάνονται να
εισέρχονται χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις στη Χώρα.
Οι διαδικασίες πρώτης υποδοχής για τους υπηκόους
τρίτων χωρών περιλαμβάνουν:
α. την εξακρίβωση της ταυτότητας και της ιθαγένειάς
τους,
β. την καταγραφή τους,
γ. τον ιατρικό τους έλεγχο και την παροχή της τυχόν
αναγκαίας περίθαλψης και ψυχοκοινωνικής υποστήρι−
ξης,
δ. την ενημέρωσή τους για τα δικαιώματα και τις
υποχρεώσεις τους, ιδίως δε για τις προϋποθέσεις υπό
τις οποίες μπορούν να υπαχθούν σε καθεστώς διεθνούς
προστασίας και
ε. τη μέριμνα για όσους ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες,
ώστε να υποβληθούν στην κατά περίπτωση προβλεπό−
μενη διαδικασία.
2. Στις διαδικασίες πρώτης υποδοχής μπορούν με από−
φαση των αρμόδιων αστυνομικών αρχών να υπάγονται
και οι υπήκοοι τρίτων χωρών οι οποίοι συλλαμβάνονται
να διαμένουν στη Χώρα παράνομα και δεν αποδεικνύ−
ουν την ιθαγένεια και την ταυτότητά τους με έγγραφο
δημόσιας αρχής.
Άρθρο 8
Οργάνωση − Λειτουργία − Προϋπολογισμός
1. Η Υπηρεσία Πρώτης Υποδοχής συγκροτείται από
την Κεντρική Υπηρεσία, καθώς και τα Κέντρα Πρώτης
Υποδοχής (ΚΕ.Π.Υ.) και τις έκτακτες ή κινητές Μονάδες
Πρώτης Υποδοχής που αποτελούν τις Περιφερειακές
Υπηρεσίες, οι οποίες υπάγονται στην Κεντρική Υπη−
ρεσία.
2. Η Κεντρική Υπηρεσία προγραμματίζει, κατευθύνει,
παρακολουθεί και ελέγχει τη δράση των Περιφερειακών
Υπηρεσιών και εξασφαλίζει τις αναγκαίες προϋποθέσεις
για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους σε συνεργασία
με τις λοιπές αρμόδιες υπηρεσίες. Για το σκοπό αυ−
τόν η Κεντρική Υπηρεσία μπορεί να αναπτύσσει διεθνή
συνεργασία ιδίως με αρμόδιες αλλοδαπές αρχές και
φορείς κρατών−μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να
συμμετέχει αυτοτελώς ή από κοινού με άλλες δημόσι−
ες υπηρεσίες ή φορείς της κοινωνίας των πολιτών σε
προγράμματα και δράσεις χρηματοδοτούμενες από την
Ευρωπαϊκή Ένωση ή άλλους φορείς.
3. Το πρόγραμμα ιατρικού ελέγχου, ψυχοκοινωνικής
διάγνωσης και παραπομπής των δικαιούχων σε δομές
υποστήριξης και φιλοξενίας καθορίζεται με απόφαση
του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και
Προστασίας του Πολίτη συνιστώνται ΚΕ.Π.Υ. σε επιλεγ−
μένα σημεία της χώρας όπου παρατηρείται σταθερή
ροή παρανόμως εισερχομένων υπηκόων τρίτων χωρών
και καθορίζεται η τοπική αρμοδιότητά τους. Με όμοια
απόφαση κατανέμονται μεταξύ των περιφερειακών υπη−
ρεσιών Πρώτης Υποδοχής οι θέσεις προσωπικού που
συνιστώνται γι' αυτές.
5. Με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη
μπορεί να συνιστάται έκτακτη ή κινητή μονάδα Πρώτης
Υποδοχής σε περιοχή που:
α. δεν καλύπτεται από την τοπική αρμοδιότητα υφι−
στάμενου ΚΕ.Π.Υ. και παρατηρείται αξιόλογη ροή παρα−
νόμως εισερχομένων υπηκόων τρίτων χωρών, ή
β. το υφιστάμενο ΚΕ.Π.Υ. δεν επαρκεί για την κάλυψη των
αναγκών που δημιουργούνται από την εντεινόμενη ροή
παρανόμως εισερχομένων υπηκόων τρίτων χωρών, ή
γ. παρίσταται ανάγκη παροχής υπηρεσιών Πρώτης
Υποδοχής στον τόπο πρώτης εισόδου των παρανόμως
εισερχομένων υπηκόων τρίτων χωρών.
6. Η Υπηρεσία Πρώτης Υποδοχής έχει ίδιο προϋπολο−
γισμό ως ειδικός φορέας του Υπουργείου Προστασίας
του Πολίτη, όπου εγγράφονται οι πιστώσεις για την
αντιμετώπιση των αναγκών λειτουργίας των υπηρεσι−
ών και του προσωπικού της. Ειδικότερα, εγγράφονται
πιστώσεις που αφορούν σε δαπάνες για:
α. καταβολή μισθωμάτων για τα οικήματα που στεγά−
ζονται οι Υπηρεσίες Πρώτης Υποδοχής και δεν ανήκουν
στο Δημόσιο,
β. αγορά, μίσθωση, επισκευή και συντήρηση κάθε εί−
δους υλικοτεχνικού εξοπλισμού,
γ. αποδοχές του προσωπικού που δεν μισθοδοτείται
από τις υπηρεσίες από τις οποίες έχει αποσπαστεί,
αμοιβές υπερωριακής απασχόλησης, αμοιβές υπηρεσι−
ών διερμηνείας, οδοιπορικά έξοδα και άλλες συναφείς
αποζημιώσεις, καθώς και για την ανάθεση σε φορείς
της κοινωνίας των πολιτών έργων των Περιφερειακών
Υπηρεσιών,
δ. λειτουργικά έξοδα, έξοδα εκπαίδευσης και επιμόρ−
φωσης του προσωπικού και
ε. διενέργεια μελετών ή ερευνών επί θεμάτων αρμο−
διότητας της Υπηρεσίας.
7. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και
Προστασίας του Πολίτη εγγράφονται στον προϋπολο−
γισμό της Υπηρεσίας Πρώτης Υποδοχής πιστώσεις για
κάθε άλλη δαπάνη, πέρα από όσες διαλαμβάνονται στην
παράγραφο 6, που είναι αναγκαία για τη λειτουργία
των Υπηρεσιών της.
8. Στον προϋπολογισμό δημοσίων επενδύσεων προ−
βλέπονται οι πιστώσεις για την ανέγερση κτιρίων και
τον εξοπλισμό υπηρεσιών της Υπηρεσίας Πρώτης Υπο−
δοχής, στο πλαίσιο των εγκρινόμενων ετήσιων πιστώ−
σεων του Κρατικού Προϋπολογισμού.
9. Στην Κεντρική Υπηρεσία Πρώτης Υποδοχής συνι−
στάται πάγια προκαταβολή, σύμφωνα με τις διατάξεις
του άρθρου 46 του ν. 2362/1995.
10. Η οικονομική διαχείριση της Υπηρεσίας Πρώτης
Υποδοχής ασκείται από τις αρμόδιες υπηρεσίες της και
οι δαπάνες πραγματοποιούνται, ελέγχονται, εκκαθαρί−
ζονται και εντέλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις περί
δημοσίου λογιστικού.
11. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών
και Προστασίας του Πολίτη ρυθμίζονται ειδικά θέματα
διαχείρισης υλικού, χρημάτων, καθώς και κάθε άλλο
σχετικό θέμα.
12. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρό−
ταση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και
24 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ)
Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Οικονομικών, Υγείας και
Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Προστασίας του Πολί−
τη, μπορεί, και κατά τροποποίηση των διατάξεων του
παρόντος Κεφαλαίου, να ρυθμίζονται τα θέματα που
αφορούν την οργάνωση, τη λειτουργία, τα καθήκοντα
του προσωπικού, τις επί μέρους αρμοδιότητες και να
συνιστώνται ή να καταργούνται οργανικές θέσεις προ−
σωπικού της Κεντρικής Υπηρεσίας και των Περιφερει−
ακών Υπηρεσιών Πρώτης Υποδοχής. Με κοινή απόφαση
των Υπουργών Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και
Προστασίας του Πολίτη θεσπίζεται ο Γενικός Κανονι−
σμός Λειτουργίας των Κέντρων και των Μονάδων Πρώ−
της Υποδοχής, όπου καθορίζονται επί μέρους θέματα
εσωτερικής διάρθρωσης και λειτουργίας των Κέντρων
και των Μονάδων αυτών.
13. Για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών των
ΚΕ.Π.Υ. επιτρέπεται η σύναψη συμβάσεων υπηρεσιών
ή έργου, η δαπάνη των οποίων μπορεί να καλύπτεται
από εθνικούς ή κοινοτικούς πόρους, σύμφωνα με τις δι−
ατάξεις του δημόσιου λογιστικού. Η παράγραφος 8 του
άρθρου 4 έχει ανάλογη εφαρμογή και για τις Υπηρεσίες
Πρώτης Υποδοχής.
14. Για τις ανάγκες εγκατάστασης των ΚΕ.Π.Υ. επιτρέ−
πεται να χρησιμοποιούνται στρατόπεδα που δεν χρη−
σιμοποιούνται πλέον από τη Στρατιωτική Υπηρεσία και
παραχωρούνται κατά χρήση από το Υπουργείο Εθνικής
Άμυνας στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, κατά
παρέκκλιση υφιστάμενων διατάξεων πολεοδομικού σχε−
διασμού κάθε επιπέδου. Οι κατά τα ανωτέρω χώροι και
οι εγκαταστάσεις επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται και
ως χώροι κράτησης που προβλέπονται στο άρθρο 31. Για
τυχόν επισκευές, βελτιώσεις και αναγκαίες πρόσθετες
εγκαταστάσεις σε αυτά, εφαρμόζονται αναλογικά από
το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη οι διατάξεις που
διέπουν την εκτέλεση στρατιωτικών έργων και εγκατα−
στάσεων εντός στρατοπέδων. Με κοινή απόφαση των
Υπουργών Οικονομικών, Εθνικής Άμυνας, Περιβάλλοντος,
Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και Προστασίας του
Πολίτη, καθορίζονται οι προϋποθέσεις και λεπτομέρειες
εφαρμογής των παραπάνω ρυθμίσεων.
Άρθρο 9
Στελέχωση
1. Στην Κεντρική Υπηρεσία Πρώτης Υποδοχής συνιστά−
ται θέση Διευθυντή. Ο Διευθυντής διορίζεται, ύστερα
από δημόσια πρόσκληση ενδιαφέροντος, με απόφα−
ση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, με θητεία
τριών ετών που μπορεί να ανανεωθεί μία φορά για
τρία ακόμη έτη. Ο Διευθυντής είναι προσωπικότητα
εγνωσμένου κύρους, πανεπιστημιακής εκπαίδευσης,
με διοικητική ικανότητα. Ο Διευθυντής προΐσταται της
Υπηρεσίας Πρώτης Υποδοχής και ελέγχεται από τον
Υπουργό Προστασίας του Πολίτη ενώ μπορεί να παύεται
πριν τη λήξη της θητείας του είτε κατόπιν αίτησής του
είτε λόγω αδυναμίας εκτέλεσης των καθηκόντων του
ή για άλλο σοβαρό λόγο που ανάγεται στην άσκηση
των καθηκόντων του. Ο Διευθυντής υποστηρίζεται από
γραμματεία. Οι αποδοχές του Διευθυντή καθορίζονται
με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Προ−
στασίας του Πολίτη.
2. Τη θέση του επικεφαλής των Κέντρων και των Μο−
νάδων Πρώτης Υποδοχής καταλαμβάνουν για θητεία
τριών ετών που μπορεί να ανανεώνεται μία φορά για
τρία ακόμη έτη, υπάλληλοι του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ., μό−
νιμοι ή με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου.
Οι επικεφαλής επιλέγονται από το υπηρεσιακό συμβού−
λιο του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη μετά από
δημόσια πρόσκληση ενδιαφέροντος κατά προτίμηση
μεταξύ εκείνων που έχουν πτυχίο Α.Ε.Ι. με γνωστικό
αντικείμενο συναφές προς τις αρμοδιότητες της Υπη−
ρεσίας και διοικητική εμπειρία.
3. Η Υπηρεσία Πρώτης Υποδοχής στελεχώνεται από
προσωπικό που μετατάσσεται, μεταφέρεται ή απο−
σπάται από υπηρεσίες του Δημοσίου, του ευρύτερου
δημόσιου τομέα (άρθρο 2 του ν. 3861/2010, ΦΕΚ 112 Α΄)
ή Ν.Π.Δ.Δ. ύστερα από δημόσια πρόσκληση ενδιαφέρο−
ντος ή προσ−λαμβάνεται με σύμβαση εργασίας αορί−
στου χρόνου, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Οι
αποσπάσεις του προσωπικού για τη στελέχωση της
Υπηρεσίας Πρώτης Υποδοχής διενεργούνται και ανανε−
ώνονται με κοινή απόφαση του Υπουργού Προστασίας
του Πολίτη και του συναρμόδιου Υπουργού, μετά από
πρόταση του Διευθυντή της Υπηρεσίας Πρώτης Υποδο−
χής, κατά παρέκκλιση από κάθε γενική ή ειδική διάταξη.
Μετατάξεις προσωπικού που υπηρετεί σε καταργούμε−
νους ή συγχωνευόμενους φορείς του Δημοσίου και του
ευρύτερου δημόσιου τομέα προς την Υπηρεσία Πρώτης
Υποδοχής διενεργούνται κατά προτεραιότητα.
4. Τα Κέντρα και οι Μονάδες Πρώτης Υποδοχής μπο−
ρούν να συνάπτουν συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με
διερμηνείς, οι οποίοι διαθέτουν τα απαραίτητα προσό−
ντα και επιλέγονται από σχετικό κατάλογο που καταρ−
τίζει η Κεντρική Υπηρεσία, σύμφωνα με τον Κανονισμό
Λειτουργίας της. Οι διερμηνείς αποζημιώνονται με δελ−
τίο παροχής υπηρεσιών ή με ωριαία αποζημίωση.
5. Σε περίπτωση που η αποτελεσματική λειτουργία
Κέντρου ή Μονάδας Πρώτης Υποδοχής κωλύεται λόγω
έλλειψης επαρκούς ή κατάλληλου προσωπικού, η διεκ−
περαίωση επί μέρους διαδικασιών υποδοχής, εξαιρου−
μένων αυτών που συνιστούν άσκηση δημόσιας εξουσίας,
όπως η έκδοση διοικητικών πράξεων, μπορεί να ανατί−
θεται για ορισμένο χρόνο με βάση τις κείμενες διατά−
ξεις περί δημοσίου λογιστικού σε φορείς της κοινωνί−
ας των πολιτών, που ανταποκρίνονται σε κατάλληλες
προδιαγραφές ποιότητας και ασφάλειας. Η ανάθεση
των διαδικασιών αυτών γίνεται από τον Διευθυντή της
Κεντρικής Υπηρεσίας Πρώτης Υποδοχής ύστερα από
ειδική και αιτιολογημένη πρόταση του επικεφαλής του
Κέντρου ή της Μονάδας Πρώτης Υποδοχής. Με κοι−
νή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Υγείας και
Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Προστασίας του Πολίτη
προσδιορίζονται οι ειδικότεροι όροι και προδιαγραφές
ποιότητας και ασφάλειας που πρέπει να πληρούν φο−
ρείς της κοινωνίας των πολιτών, για την εφαρμογή του
προηγούμενου εδαφίου. Στην Κεντρική Υπηρεσία ιδρύ−
εται Μητρώο τέτοιων φορέων. Η δαπάνη της ανάθεσης
μπορεί να καλύπτεται από εθνικούς ή συγχρηματοδο−
τούμενους πόρους.
6. Για την αντιμετώπιση απρόβλεπτων και επειγουσών
αναγκών που δημιουργούνται από μαζική εισροή μετα−
ναστών επιτρέπεται η πρόσληψη προσωπικού σύμφωνα
με τα οριζόμενα στο άρθρο 20 του ν. 2190/1994.
7. Τα στελέχη των Κέντρων Πρώτης Υποδοχής επι−
μορφώνονται για το αντικείμενο της αποστολής τους,
με μέριμνα της Κεντρικής Υπηρεσίας, σε συνεργασία
με τα συναρμόδια Υπουργεία. Ειδικότερα, οι ιατροί που
ΕΦΗΜΕΡΙΣ

KaVLOF

ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ) 25
παρέχουν υπηρεσίες στα ΚΕ.Π.Υ. εκπαιδεύονται στην
πιστοποίηση θυμάτων βασανιστηρίων, με μέριμνα των
ως άνω Υπηρεσιών σε συνεργασία με την Ύπατη Αρ−
μοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες.
8. Αρμόδια για τα θέματα του προσωπικού των Υπηρε−
σιών Πρώτης Υποδοχής είναι τα υπηρεσιακά συμβούλια
που είναι αρμόδια για τους πολιτικούς υπαλλήλους του
Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη.
Άρθρο 10
Διοίκηση και διάρθρωση Περιφερειακών Υπηρεσιών
Πρώτης Υποδοχής
1. Ο επικεφαλής του Κέντρου Πρώτης Υποδοχής ή της
Μονάδας Πρώτης Υποδοχής, κινητής ή έκτακτης, συντο−
νίζει, κατευθύνει και ελέγχει το έργο των υπηρεσιών
αυτών και μεριμνά για την εύρυθμη λειτουργία τους σε
συνεργασία με τις λοιπές αρμόδιες αρχές και φορείς,
σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στον παρόντα
νόμο και τις κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδιδόμενες
κανονιστικές πράξεις.
2. Τα Κέντρα και οι Μονάδες Πρώτης Υποδοχής διαρ−
θρώνονται σε λειτουργικώς διακριτά κλιμάκια, ως εξής:
κλιμάκιο διοικητικής μέριμνας, το οποίο είναι αρμόδιο
για τη διοικητική υποστήριξη του Κέντρου ή της Μονά−
δας, κλιμάκιο εξακρίβωσης, το οποίο είναι αρμόδιο για
την εξακρίβωση της ταυτότητας και των λοιπών στοι−
χείων των υπηκόων τρίτων χωρών, κλιμάκιο ιατρικού
ελέγχου και ψυχοκοινωνικής υποστήριξης, το οποίο με−
ριμνά για την παροχή των υπηρεσιών αυτών και κλιμάκιο
ενημέρωσης, το οποίο είναι αρμόδιο για την ενημέρωση
των υπηκόων τρίτων χωρών σχετικά με τα δικαιώματα
και τις υποχρεώσεις τους. Τα κλιμάκια έχουν επιπλέ−
ον αρμοδιότητες σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα
στον παρόντα νόμο και τις κατ' εξουσιοδότηση αυτού
εκδιδόμενες κανονιστικές πράξεις.
Άρθρο 11
Διαχωρισμός και παραπομπή
1. Οι υπηρεσίες πρώτης υποδοχής ενημερώνουν
τους υπηκόους τρίτων χωρών για τα δικαιώματα και
τις υποχρεώσεις τους. Οι αιτούντες διεθνή προστα−
σία παραπέμπονται στο κατά τόπο αρμόδιο Περιφε−
ρειακό Γραφείο Ασύλου, κλιμάκιο του οποίου μπορεί
να λειτουργεί στο Κέντρο Πρώτης Υποδοχής. Σε κάθε
στάδιο των διαδικασιών Πρώτης Υποδοχής, η υποβολή
αιτήματος υπαγωγής σε καθεστώς διεθνούς προστασί−
ας υποχρεώνει στο διαχωρισμό του αιτούντος και την
παραπομπή του στο κατά τόπο αρμόδιο Περιφερειακό
Γραφείο Ασύλου. Η παραλαβή των αιτημάτων και οι
συνεντεύξεις των αιτούντων μπορούν να διεξάγονται
εντός των εγκαταστάσεων της Πρώτης Υποδοχής, οι
ίδιοι δε παραμένουν στις εγκαταστάσεις για όσο χρόνο
διαρκεί η διαδικασία εξέτασης του αιτήματός τους, με
την επιφύλαξη των προθεσμιών της παραγράφου 5. Αν
μετά την παρέλευση των προθεσμιών αυτών δεν έχει
περατωθεί η εξέταση του αιτήματος διεθνούς προστα−
σίας το αρμόδιο Περιφερειακό Γραφείο Ασύλου χορηγεί
στον ενδιαφερόμενο δελτίο αιτήσαντος άσυλο και τον
παραπέμπει σε κατάλληλες δομές φιλοξενίας για τη
λειτουργία των οποίων μεριμνά το Υπουργείο Υγείας
και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Εφόσον το αίτημα και η
προσφυγή απορριφθεί ενόσω οι υπήκοοι τρίτων χωρών
παραμένουν στο Κέντρο ή τη Μονάδα Πρώτης Υποδο−
χής, αυτοί παραπέμπονται στην αρμόδια αρχή για την
υπαγωγή τους σε διαδικασίες απέλασης, επιστροφής
ή επανεισδοχής.
2. Ο επικεφαλής του Κέντρου ή της Μονάδας, ύστερα
από εισήγηση του προϊσταμένου του κλιμακίου ιατρικού
ελέγχου και ψυχοκοινωνικής υποστήριξης παραπέμπει
τα πρόσωπα που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες στον
αρμόδιο κατά περίπτωση φορέα κοινωνικής στήριξης
ή προστασίας. Σε κάθε περίπτωση διασφαλίζεται η συ−
νέχεια της θεραπευτικής αγωγής στις περιπτώσεις που
αυτό απαιτείται. Ως ευάλωτες ομάδες νοούνται για τις
ανάγκες του παρόντος:
α. οι ασυνόδευτοι ανήλικοι,
β. τα άτομα που έχουν αναπηρία ή πάσχουν από ανί−
ατη ασθένεια,
γ. οι υπερήλικες,
δ. οι γυναίκες σε κύηση ή λοχεία,
ε. οι μονογονεϊκές οικογένειες με ανήλικα τέκνα,
στ. τα θύματα βασανιστηρίων, βιασμού ή άλλης σο−
βαρής μορφής ψυχολογικής, σωματικής ή σεξουαλικής
βίας ή εκμετάλλευσης και
ζ. τα θύματα εμπορίας ανθρώπων.
3. Οι εναπομένοντες υπήκοοι τρίτων χωρών παρα−
πέμπονται στην αρχή που είναι κατά νόμο αρμόδια
να αποφασίσει την υπαγωγή τους σε διαδικασία επα−
νεισδοχής, απέλασης ή επιστροφής. Την παραπομπή
αποφασίζει ο επικεφαλής του Κέντρου ή της Μονάδας,
κατόπιν εισήγησης του κλιμακίου που διενήργησε τον
έλεγχο κατά την πρώτη υποδοχή. Τα άτομα αυτά μπορεί
να παραμένουν στις εγκαταστάσεις Πρώτης Υποδοχής
μέχρι την επαναπροώθησή τους ή την έκδοση της από−
φασης επιστροφής ή απέλασης, οπότε και εφαρμόζεται
η προβλεπόμενη διαδικασία. Εφόσον η αρχή που είναι
αρμόδια να αποφασίσει την απέλαση ή την αναγκαστική
επιστροφή του υπηκόου τρίτης χώρας κρίνει ότι αυτή
πρέπει να αναβληθεί ή ότι η κράτηση δεν είναι ανα−
γκαία, ο υπήκοος τρίτης χώρας εφοδιάζεται με γραπτή
βεβαίωση και του επιτρέπεται να αποχωρήσει από τις
εγκαταστάσεις Πρώτης Υποδοχής, υπό τους περιοριστι−
κούς όρους που του έχουν τυχόν επιβληθεί, σύμφωνα
με το άρθρο 22 παράγραφος 3.
4. Αν η εισήγηση για την παραπομπή, σύμφωνα με τις
παραγράφους 1 έως 3, δεν γίνεται δεκτή από τον επικε−
φαλής του Κέντρου ή της Μονάδας Πρώτης Υποδοχής
η απόφαση λαμβάνεται από επιτροπή που συγκροτείται
από τον επικεφαλής του Κέντρου ή της Μονάδας Πρώ−
της Υποδοχής και τους Προϊσταμένους των κλιμακίων
του Κέντρου ή της Μονάδας και ενημερώνεται σχετικά
η Κεντρική Υπηρεσία.
5. Στις περιπτώσεις των παραγράφων 2 και 3 το παρα−
πεμπτικό σημείωμα προς την κατά περίπτωση αρμόδια
αρχή εκδίδεται το αργότερο μέσα σε δεκαπέντε (15)
ημέρες από την υπαγωγή του υπηκόου τρίτης χώρας σε
διαδικασίες πρώτης υποδοχής. Σε εξαιρετικές περιπτώ−
σεις ο χρόνος υπαγωγής στις διαδικασίες εξακρίβωσης
και διαχωρισμού μπορεί να παρατείνεται αιτιολογημένα
για άλλες δέκα (10) το πολύ ημέρες. Εφόσον η καθυστέ−
ρηση της εξακρίβωσης οφείλεται σε υπαίτια ή κατα−
χρηστική συμπεριφορά του υποκείμενου στη διαδικασία
πρώτης υποδοχής, αυτός λογίζεται ως αρνούμενος να
συνεργαστεί για την προετοιμασία της επιστροφής
του και παραπέμπεται για επαναπροώθηση, απέλαση
ή επιστροφή. Οι προθεσμίες και οι διαδικασίες του πα−
26 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ)
ρόντος άρθρου ισχύουν μόνο στο πλαίσιο λειτουργίας
των Κέντρων Πρώτης Υποδοχής.
Άρθρο 12
Περιφερειακή Επιτροπή Εποπτείας
1. Η παρακολούθηση και αξιολόγηση της λειτουργίας
κάθε Κέντρου ή Μονάδας Πρώτης Υποδοχής ανατίθε−
ται σε Περιφερειακή Επιτροπή Εποπτείας. Η Επιτροπή
συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Προστασίας
του Πολίτη από:
α. τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και
Μετανάστευσης της Αποκεντρωμένης Διοίκησης στα
διοικητικά όρια της οποίας εδρεύει το Κέντρο ή η Μο−
νάδα Πρώτης Υποδοχής, ως πρόεδρο με τον αναπλη−
ρωτή του,
β. έναν εκπρόσωπο της οικείας Περιφέρειας, ως μέλος,
με τον αναπληρωτή του που ορίζονται από το οικείο
περιφερειακό συμβούλιο,
γ. έναν εκπρόσωπο της κοινωνίας των πολιτών που
δραστηριοποιείται στην περιοχή τοπικής αρμοδιότητας
του Κέντρου ή της Μονάδας, ως μέλος, με τον αναπλη−
ρωτή του που προτείνονται από τον επικεφαλής της
περιφερειακής Υπηρεσίας Πρώτης Υποδοχής και
δ. έναν εκπρόσωπο της οικείας Υγειονομικής Περιφέ−
ρειας (Δ.Υ.ΠΕ.) με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται
από τον Διοικητή τους, ως μέλη.
2. Η Επιτροπή μπορεί στο πλαίσιο της αποστολής
της να ζητήσει τη συνδρομή στελεχών και άλλων φο−
ρέων, δημόσιων ή ιδιωτικών, εφόσον τούτο κρίνεται
αναγκαίο.
3. Η Επιτροπή συνεδριάζει σε τακτά χρονικά διαστήμα−
τα, τα οποία προβλέπονται στον κανονισμό λειτουργίας
του Κέντρου ή της Μονάδας και σε έκτακτες περιπτώ−
σεις, όταν κρίνει τούτο αναγκαίο ή προσκληθεί από τον
Διευθυντή της Κεντρικής Υπηρεσίας.
4. Με τον Κανονισμό Λειτουργίας του Κέντρου ή της
Μονάδας ορίζονται οι αρμοδιότητες των Επιτροπών,
στις οποίες περιλαμβάνονται ιδίως:
α. η παρακολούθηση και αξιολόγηση της γενικής λει−
τουργίας του Κέντρου ή της Μονάδας Πρώτης Υποδο−
χής και η υποβολή ετήσιας έκθεσης προς τον Υπουργό
Προστασίας του Πολίτη, η οποία κοινοποιείται στον
Υπουργό Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και τον Δι−
ευθυντή της Κεντρικής Υπηρεσίας Πρώτης Υποδοχής,
β. η διατύπωση προτάσεων για τη ρύθμιση ειδικότε−
ρων θεμάτων εσωτερικής λειτουργίας του Κέντρου ή
της Μονάδας,
γ. η διατύπωση προτάσεων για την αντιμετώπιση ει−
δικών θεμάτων, ιδίως σε ζητήματα συνεργασίας με την
τοπική κοινωνία και
δ. η διατύπωση γνώμης για κάθε άλλο ζήτημα, το
οποίο τίθεται από τον Διευθυντή.
Άρθρο 13
Καθεστώς παραμονής σε εγκαταστάσεις
Πρώτης Υποδοχής
1. Οι υπήκοοι τρίτων χωρών που συλλαμβάνονται να
εισέρχονται παράνομα στη Χώρα οδηγούνται άμεσα με
ευθύνη της αρχής που διενήργησε τη σύλληψη στο Κέ−
ντρο ή Μονάδα Πρώτης Υποδοχής στα όρια της τοπικής
αρμοδιότητας των οποίων συνελήφθησαν.
2. Για τις ανάγκες της εξακρίβωσης και των λοιπών
διαδικασιών πρώτης υποδοχής οι υποκείμενοι σε αυτές
τελούν υπό καθεστώς περιορισμού της ελευθερίας τους.
Παραμένουν υποχρεωτικά εντός των εγκαταστάσεων
του Κέντρου Πρώτης Υποδοχής ή εντός άλλων κατάλ−
ληλων εγκαταστάσεων, που φυλάσσονται, η δε εκεί
παραμονή τους ρυθμίζεται από τον Κανονισμό Λειτουρ−
γίας τους, το περιεχόμενο του οποίου τους έχει γίνει
κατάλληλα γνωστό. Οι υποκείμενοι στις διαδικασίες
πρώτης υποδοχής μπορούν να εξέρχονται μόνο ύστερα
από ειδική γραπτή άδεια του επικεφαλής του Κέντρου
ή της Μονάδας.
3. Σε κάθε περίπτωση καθ' όλη τη διάρκεια των διαδι−
κασιών πρώτης υποδοχής ο επικεφαλής και το προσω−
πικό του Κέντρου ή της Μονάδας μεριμνούν, σύμφωνα
με τα προβλεπόμενα ανά περίπτωση, ώστε οι υπήκοοι
τρίτων χωρών:
α. να τελούν υπό αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης,
β. να διατηρούν κατά το δυνατόν την οικογενειακή
τους ενότητα,
γ. να έχουν πρόσβαση σε επείγουσα υγειονομική πε−
ρίθαλψη και κάθε απαραίτητη θεραπευτική αγωγή ή
ψυχοκοινωνική στήριξη,
δ. να τυγχάνουν εφόσον ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες
της κατάλληλης κατά περίπτωση μεταχείρισης,
ε. να ενημερώνονται επαρκώς για τα δικαιώματα και
τις υποχρεώσεις τους,
στ. να έχουν πρόσβαση σε καθοδήγηση και νομική
συμβουλή σχετικά με την κατάστασή τους και
ζ. να διατηρούν επαφή με κοινωνικούς φορείς και ορ−
γανώσεις.
Άρθρο 14
Φύλαξη − Εγκαταστάσεις
1. Την ευθύνη της εξωτερικής φύλαξης των εγκατα−
στάσεων του Κέντρου ή της Μονάδας έχει η αρμόδια
αστυνομική αρχή, η οποία λαμβάνει κατάλληλα μέτρα
περιορισμού σε μισθωμένες ή παραχωρημένες εγκατα−
στάσεις. Η εξωτερική φύλαξη μπορεί, μετά από έγκριση
του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, να ανατίθεται
και σε εξειδικευμένη ιδιωτική εταιρία παροχής υπηρε−
σιών ασφαλείας παράλληλα με την αρμόδια αστυνομική
αρχή.
2. Εάν δεν υπάρχουν οι κατάλληλες εγκαταστάσεις για
τη διεξαγωγή των διαδικασιών πρώτης υποδοχής ή οι
υφιστάμενες δεν επαρκούν, επιτρέπεται η κατά παρέκ−
κλιση των κειμένων διατάξεων χρήση άλλων δημόσιων
εγκαταστάσεων, μετά από κατάλληλη διαρρύθμιση, κα−
θώς και η μίσθωση ακινήτων με κατάλληλη υποδομή ή,
σε κατεπείγουσες περιπτώσεις, η μίσθωση τουριστικών
εγκαταστάσεων.
Άρθρο 15
Μεταβατικές διατάξεις
1. Οι υφιστάμενοι χώροι προσωρινής φιλοξενίας υπη−
κόων τρίτων χωρών, τα υφιστάμενα αρχεία και η λοιπή
υλικοτεχνική υποδομή τους περιέρχονται κατά χρήση
στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη από την ημε−
ρομηνία κατάργησης των οικείων Νομαρχιακών Αυτο−
διοικήσεων.
2. Με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη
μπορεί να καθορίζεται η χρήση των υφιστάμενων χώρων
προσωρινής φιλοξενίας υπηκόων τρίτων χωρών είτε
ως Ειδικών Χώρων Παραμονής Αλλοδαπών (ΕΧΠΑ) του
άρθρου 81 του ν. 3386/2005 είτε ως εγκαταστάσεων
*01000072601110020*
του άρθρου 31 του παρόντος νόμου είτε ως Κέντρων
Πρώτης Υποδοχής του άρθρου 8 παρ. 1 του παρόντος
νόμου και ρυθμίζεται κάθε θέμα σχετικά με τη λειτουρ−
γία αυτών.
3. Τυχόν εγγεγραμμένες πιστώσεις και επιχορηγή−
σεις από εθνικούς, ευρωπαϊκούς ή άλλους φορείς που
αφορούν δράσεις των ΕΧΠΑ που βρίσκονται σε εξέλιξη
εκτελούνται κανονικά άλλως μεταφέρονται ώστε να
εκτελεστούν από τα ΚΕ.Π.Υ..
4. Μέχρι την έναρξη λειτουργίας των ΚΕ.Π.Υ. για την
κράτηση των αιτούντων άσυλο εφαρμόζονται οι διατά−
ξεις του άρθρου 13 του π.δ. 114/2010 (ΦΕΚ 195 Α΄).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ
ΣΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2008/115/ΕΚ
Άρθρο 16
Σκοπός
(Άρθρο 1 της Οδηγίας)
Σκοπός του παρόντος Κεφαλαίου είναι η προσαρμογή
της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2008/115/ΕΚ του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης
Δεκεμβρίου 2008 «σχετικά με τους κοινούς κανόνες και
διαδικασίες στα κράτη−μέλη για την επιστροφή των
παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών» (ΕΕ
L 348/24.12.2008), σύμφωνα με τα θεμελιώδη δικαιώματα
που εγγυώνται η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
οι διεθνείς συμβάσεις που δεσμεύουν τη Χώρα και οι
γενικώς αναγνωρισμένες αρχές του διεθνούς δικαίου,
συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων προστασίας
των προσφύγων.
Άρθρο 17
Πεδίο Εφαρμογής
(Άρθρο 2 της Οδηγίας)
1. Οι διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου εφαρμόζονται
στους υπηκόους τρίτων χωρών, οι οποίοι διαμένουν
παράνομα στην ελληνική επικράτεια.
2. Το παρόν Κεφάλαιο δεν εφαρμόζεται στους υπη−
κόους τρίτων χωρών, οι οποίοι:
α. Υπόκεινται σε απαγόρευση εισόδου, σύμφωνα με
το άρθρο 13 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 562/2006 του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης
Μαρτίου 2006, για τη θέσπιση του Κώδικα Συνόρων
Σένγκεν σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων
από τα σύνορα (ΕΕ L 105/13.4.2006) ή συλλαμβάνονται ή
παρακολουθούνται από τις αρμόδιες αρχές σε σχέση
με παράνομη χερσαία, θαλάσσια ή εναέρια διέλευση
των εξωτερικών συνόρων κατά την έννοια του άρθρου
2 παρ. 2 του Κώδικα Συνόρων Σένγκεν, στους οποίους
δεν έχει χορηγηθεί στη συνέχεια άδεια ή δικαίωμα να
παραμείνουν στη Χώρα.
β. Υπόκεινται σε απέλαση που επιβάλλεται με δικα−
στική απόφαση, ως μέτρο ασφαλείας ή ως παρεπόμενη
ποινή ή υπόκεινται σε διαδικασίες έκδοσης σύμφωνα με
τις διατάξεις διεθνούς σύμβασης που δεσμεύει τη Χώρα
ή των άρθρων 436 − 456 του Κώδικα Ποινικής Δικονο−
μίας ή του ν.3251/2004 «Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης,
τροποποίηση του ν.2928/2001 για τις εγκληματικές ορ−
γανώσεις και άλλες διατάξεις» και
γ. Απολαμβάνουν του δικαιώματος της Ευρωπαϊκής
Ένωσης περί ελεύθερης κυκλοφορίας σύμφωνα με το
άρθρο 2 παρ. 5 του Κώδικα Συνόρων Σένγκεν και το
π.δ.106/2007 (ΦΕΚ 135 Α΄).
Άρθρο 18
Ορισμοί
(Άρθρο 3 της Οδηγίας)
Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Κε−
φαλαίου, νοούνται ως:
α. «Υπήκοος τρίτης χώρας»: κάθε πρόσωπο που δεν
είναι πολίτης της ΕΕ κατά την έννοια του άρθρου 17
παρ. 1 της Συνθήκης και δεν απολαύει του κοινοτικού
δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας όπως ορίζεται στο
άρθρο 2 παρ. 5 του Κώδικα Συνόρων Σένγκεν.
β. «Παράνομη παραμονή»: παρουσία στην ελληνική
επικράτεια υπηκόου τρίτης χώρας που δεν πληροί ή δεν
πληροί πλέον, τις προϋποθέσεις εισόδου, όπως ορίζο−
νται στο άρθρο 5 του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν, ή
τις λοιπές προϋποθέσεις εισόδου, παραμονής ή διαμο−
νής της κείμενης νομοθεσίας.
γ. «Επιστροφή»: διαδικασία επανόδου υπηκόου τρί−
της χώρας είτε με οικειοθελή συμμόρφωσή του προς
υποχρέωση επιστροφής είτε αναγκαστικά: α) στη χώρα
καταγωγής του ή β) σε χώρα διέλευσης, σύμφωνα με
κοινοτικές ή διμερείς συμφωνίες επανεισδοχής ή άλ−
λες ρυθμίσεις ή γ) σε άλλη τρίτη χώρα, στην οποία
αποφασίζει εθελοντικά να επιστρέψει και στην οποία
γίνεται δεκτός.
δ. «Απόφαση επιστροφής»: διοικητική πράξη με την
οποία κηρύσσεται ή αναφέρεται ως παράνομη η πα−
ραμονή υπηκόου τρίτης χώρας και του επιβάλλεται η
υποχρέωση επιστροφής.
ε. «Απομάκρυνση»: εκτέλεση της απόφασης επιστρο−
φής με φυσική μεταφορά του υπηκόου τρίτης χώρας
εκτός της ελληνικής επικράτειας.
στ. «Απαγόρευση εισόδου»: διοικητική πράξη, η οποία
συνοδεύει την απόφαση επιστροφής και με την οποία
απαγορεύεται, για ορισμένο χρονικό διάστημα, η είσο−
δος και η παραμονή στην ελληνική επικράτεια ή στην
επικράτεια άλλου κράτους−μέλους της Ευρωπαϊκής
Ένωσης.
ζ. «Κίνδυνος διαφυγής»: η βάσιμη εικασία, στηριζόμενη
σε συρροή αντικειμενικών κριτηρίων, ότι σε συγκεκρι−
μένη ατομική περίπτωση ο υπήκοος τρίτης χώρας, ο
οποίος υπόκειται σε διαδικασία επιστροφής, μπορεί
να διαφύγει. Τέτοια αντικειμενικά κριτήρια αποτελούν
ενδεικτικά:
ζα) η μη συμμόρφωση με την υποχρέωση οικειοθελούς
αναχώρησης,
ζβ) η ρητή εκδήλωση της πρόθεσης για μη συμμόρ−
φωση με την απόφαση επιστροφής,
ζγ) η κατοχή πλαστών εγγράφων,
ζδ) η παροχή ψευδών πληροφοριών στις αρχές,
ζε) η ύπαρξη καταδικαστικών αποφάσεων για ποινι−
κά αδικήματα, εκκρεμών ποινικών διώξεων ή σοβαρών
ενδείξεων ότι έχει διαπραχθεί ή επίκειται η διάπραξη
ποινικού αδικήματος από το συγκεκριμένο άτομο,
ζστ) η έλλειψη ταξιδιωτικών ή άλλων βεβαιωτικών της
ταυτότητας εγγράφων,
ζη) η προηγούμενη διαφυγή και
ζθ) η μη συμμόρφωση με υφιστάμενη απαγόρευση
εισόδου.
η. «Οικειοθελής αναχώρηση»: η τήρηση της υποχρέ−
ωσης επιστροφής εντός της προθεσμίας που ορίζεται
για το σκοπό αυτόν στην απόφαση επιστροφής.
ΦΕΚ 7 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ) 27
28 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ)
θ. «Ευάλωτα άτομα»: ανήλικοι, ασυνόδευτοι ανήλικοι,
άτομα με ειδικές ανάγκες, ηλικιωμένοι, έγκυες, γυναί−
κες σε κατάσταση λοχείας, μονογονεϊκές οικογένειες
με ανήλικα τέκνα και θύματα βασανιστηρίων, βιασμών
ή άλλης σοβαρής μορφής ψυχολογικής, σωματικής ή
σεξουαλικής βίας ή εκμετάλλευσης, καθώς και θύματα
εμπορίας ανθρώπων.

KaVLOF

Άρθρο 18
Ορισμοί
(Άρθρο 3 της Οδηγίας)
Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Κε−
φαλαίου, νοούνται ως:
α. «Υπήκοος τρίτης χώρας»: κάθε πρόσωπο που δεν
είναι πολίτης της ΕΕ κατά την έννοια του άρθρου 17
παρ. 1 της Συνθήκης και δεν απολαύει του κοινοτικού
δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας όπως ορίζεται στο
άρθρο 2 παρ. 5 του Κώδικα Συνόρων Σένγκεν.
β. «Παράνομη παραμονή»: παρουσία στην ελληνική
επικράτεια υπηκόου τρίτης χώρας που δεν πληροί ή δεν
πληροί πλέον, τις προϋποθέσεις εισόδου, όπως ορίζο−
νται στο άρθρο 5 του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν, ή
τις λοιπές προϋποθέσεις εισόδου, παραμονής ή διαμο−
νής της κείμενης νομοθεσίας.
γ. «Επιστροφή»: διαδικασία επανόδου υπηκόου τρί−
της χώρας είτε με οικειοθελή συμμόρφωσή του προς
υποχρέωση επιστροφής είτε αναγκαστικά: α) στη χώρα
καταγωγής του ή β) σε χώρα διέλευσης, σύμφωνα με
κοινοτικές ή διμερείς συμφωνίες επανεισδοχής ή άλ−
λες ρυθμίσεις ή γ) σε άλλη τρίτη χώρα, στην οποία
αποφασίζει εθελοντικά να επιστρέψει και στην οποία
γίνεται δεκτός.
δ. «Απόφαση επιστροφής»: διοικητική πράξη με την
οποία κηρύσσεται ή αναφέρεται ως παράνομη η πα−
ραμονή υπηκόου τρίτης χώρας και του επιβάλλεται η
υποχρέωση επιστροφής.
ε. «Απομάκρυνση»: εκτέλεση της απόφασης επιστρο−
φής με φυσική μεταφορά του υπηκόου τρίτης χώρας
εκτός της ελληνικής επικράτειας.
στ. «Απαγόρευση εισόδου»: διοικητική πράξη, η οποία
συνοδεύει την απόφαση επιστροφής και με την οποία
απαγορεύεται, για ορισμένο χρονικό διάστημα, η είσο−
δος και η παραμονή στην ελληνική επικράτεια ή στην
επικράτεια άλλου κράτους−μέλους της Ευρωπαϊκής
Ένωσης.
ζ. «Κίνδυνος διαφυγής»: η βάσιμη εικασία, στηριζόμενη
σε συρροή αντικειμενικών κριτηρίων, ότι σε συγκεκρι−
μένη ατομική περίπτωση ο υπήκοος τρίτης χώρας, ο
οποίος υπόκειται σε διαδικασία επιστροφής, μπορεί
να διαφύγει. Τέτοια αντικειμενικά κριτήρια αποτελούν
ενδεικτικά:
ζα) η μη συμμόρφωση με την υποχρέωση οικειοθελούς
αναχώρησης,
ζβ) η ρητή εκδήλωση της πρόθεσης για μη συμμόρ−
φωση με την απόφαση επιστροφής,
ζγ) η κατοχή πλαστών εγγράφων,
ζδ) η παροχή ψευδών πληροφοριών στις αρχές,
ζε) η ύπαρξη καταδικαστικών αποφάσεων για ποινι−
κά αδικήματα, εκκρεμών ποινικών διώξεων ή σοβαρών
ενδείξεων ότι έχει διαπραχθεί ή επίκειται η διάπραξη
ποινικού αδικήματος από το συγκεκριμένο άτομο,
ζστ) η έλλειψη ταξιδιωτικών ή άλλων βεβαιωτικών της
ταυτότητας εγγράφων,
ζη) η προηγούμενη διαφυγή και
ζθ) η μη συμμόρφωση με υφιστάμενη απαγόρευση
εισόδου.
η. «Οικειοθελής αναχώρηση»: η τήρηση της υποχρέ−
ωσης επιστροφής εντός της προθεσμίας που ορίζεται
για το σκοπό αυτόν στην απόφαση επιστροφής.
ΦΕΚ 7 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ) 27
28 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ)
θ. «Ευάλωτα άτομα»: ανήλικοι, ασυνόδευτοι ανήλικοι,
άτομα με ειδικές ανάγκες, ηλικιωμένοι, έγκυες, γυναί−
κες σε κατάσταση λοχείας, μονογονεϊκές οικογένειες
με ανήλικα τέκνα και θύματα βασανιστηρίων, βιασμών
ή άλλης σοβαρής μορφής ψυχολογικής, σωματικής ή
σεξουαλικής βίας ή εκμετάλλευσης, καθώς και θύματα
εμπορίας ανθρώπων.
Άρθρο 19
Ευνοϊκότερες διατάξεις
(Άρθρο 4 της Οδηγίας)
1. Οι διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου ισχύουν υπό
την επιφύλαξη ευνοϊκότερων διατάξεων:
α. διμερών ή πολυμερών συμφωνιών μεταξύ της Ευ−
ρωπαϊκής Ένωσης ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των
κρατών−μελών της και μιας ή περισσοτέρων τρίτων
χωρών,
β. διμερών ή πολυμερών συμφωνιών μεταξύ της Ελλη−
νικής Δημοκρατίας ή/και περισσοτέρων κρατών−μελών
και μιας ή περισσοτέρων τρίτων χωρών και
γ. που περιέχονται, για τους υπηκόους τρίτων χωρών,
στο κεκτημένο της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί μετανά−
στευσης και ασύλου.
2. Για τους υπηκόους τρίτων χωρών που εξαιρούνται
από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος Κεφαλαίου, σύμ−
φωνα με το άρθρο 17 παρ. 2 περίπτωση α΄, οι αρμόδιες
ελληνικές αρχές: α) μεριμνούν, ώστε η μεταχείριση και
το επίπεδο προστασίας τους να μην είναι λιγότερο ευ−
νοϊκά από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 23 παράγραφοι
4 και 5 (περιορισμοί της χρήσης αναγκαστικών μέτρων),
το άρθρο 24 παρ. 2, πρώτη περίπτωση (αναβολή της
απομάκρυνσης για λόγους που ανάγονται στη φυσική
ή διανοητική κατάσταση του υπηκόου τρίτης χώρας),
το άρθρο 29 παρ. 1, περί επείγουσας υγειονομικής πε−
ρίθαλψης, θεραπευτικής αγωγής και συνυπολογισμού
των αναγκών των ευάλωτων ατόμων και τα άρθρα 30
και 31 (όροι κράτησης) και β) τηρούν την αρχή της μη
επαναπροώθησης.
Άρθρο 20
Μη επαναπροώθηση, βέλτιστα συμφέροντα
του παιδιού, οικογενειακή ζωή
και κατάσταση της υγείας
(Άρθρο 5 της Οδηγίας)
Οι αρμόδιες αρχές κατά την εφαρμογή του παρόντος
Κεφαλαίου λαμβάνουν δεόντως υπόψη: α) το βέλτιστο
συμφέρον του παιδιού, β) την οικογενειακή ζωή, γ) την
κατάσταση της υγείας του συγκεκριμένου υπηκόου
τρίτης χώρας και τηρούν την αρχή της μη επαναπρο−
ώθησης.
Άρθρο 21
Απόφαση Επιστροφής
(Άρθρο 6 της Οδηγίας)
1. Σε περίπτωση απόρριψης αιτήματος χορήγησης ή
ανανέωσης τίτλου διαμονής, καθώς και σε περίπτωση
ανάκλησης ισχύοντος τίτλου διαμονής, η αρμόδια αρχή
εκδίδει απόφαση επιστροφής του υπηκόου τρίτης χώ−
ρας. Η απόφαση επιστροφής αποτελεί αναπόσπαστο
τμήμα της απόφασης απόρριψης του αιτήματος διαμο−
νής ή ανάκλησης του τίτλου διαμονής. Στις λοιπές περι−
πτώσεις υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν παράνο−
μα σε ελληνικό έδαφος εκδίδεται απόφαση επιστροφής
από τα αρμόδια, κατά το άρθρο 76 παρ. 2 του ν. 3386/
2005, όργανα. Οι αποφάσεις επιστροφής εκδίδονται με
την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στις
παραγράφους 2 έως 5.
2. Οι υπήκοοι τρίτων χωρών, οι οποίοι διαμένουν πα−
ρανόμως στο ελληνικό έδαφος και διαθέτουν έγκυρο
τίτλο διαμονής ή άλλη άδεια που παρέχει δικαίωμα
παραμονής και έχει εκδοθεί από άλλο κράτος−μέλος
της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποχρεούνται να μεταβαίνουν
αμέσως στο έδαφος αυτού του άλλου κράτους. Σε περί−
πτωση μη συμμόρφωσης του υπηκόου τρίτης χώρας με
την ανωτέρω υποχρέωση ή όταν η άμεση αναχώρηση
του υπηκόου τρίτης χώρας επιβάλλεται για λόγους εθνι−
κής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης, εκδίδεται απόφαση
επιστροφής από τις αρμόδιες αστυνομικές αρχές.
3. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να μην εκδίδουν από−
φαση επιστροφής για υπήκοο τρίτης χώρας, ο οποίος
διαμένει παράνομα στην ελληνική επικράτεια, εφόσον
άλλο κράτος−μέλος αναλαμβάνει τον εν λόγω υπήκοο
δυνάμει διμερών συμφωνιών ή διευθετήσεων που ισχύ−
ουν κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της Οδηγίας
2008/115/ΕΚ (13.1.2009). Εφόσον η Ελλάδα αναλαμβάνει
υπήκοο τρίτης χώρας δυνάμει των συμφωνιών ή διευθε−
τήσεων του προηγούμενου εδαφίου εκδίδεται απόφαση
επιστροφής από τις αρμόδιες αστυνομικές αρχές.
4. Οι αρμόδιες κατά περίπτωση αρχές μπορούν ανά
πάσα στιγμή να χορηγούν αυτοτελή άδεια διαμονής
για λόγους φιλευσπλαχνίας, ανθρωπιστικούς ή άλλους
λόγους σε υπήκοο τρίτης χώρας, ο οποίος διαμένει
παράνομα στην ελληνική επικράτεια, σύμφωνα με τις
διατάξεις του Κεφαλαίου Η΄ του ν. 3386/2005 ή της
παρ. 4 του άρθρου 15 του ν. 1975/1991. Στην περίπτωση
έκδοσης της ανωτέρω άδειας διαμονής, δεν εκδίδεται
απόφαση επιστροφής. Εφόσον η απόφαση επιστροφής
έχει ήδη εκδοθεί, τότε αυτή ανακαλείται ή αναστέλλεται
για χρονικό διάστημα ίσο με τη διάρκεια ισχύος της
ανωτέρω άδειας.
5. Σε βάρος υπηκόου τρίτης χώρας που έχει καταθέσει
εμπρόθεσμα αίτηση χορήγησης ή ανανέωσης άδειας δι−
αμονής με όλα τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και έχει
λάβει τη βεβαίωση που προβλέπεται από το άρθρο 11
παρ. 4 του ν.3386/2005 ή από άλλη ανάλογη ειδική διά−
ταξη, δεν είναι δυνατή η έκδοση απόφασης επιστροφής
για λόγους παράνομης διαμονής, έως ότου το αίτημά
του κριθεί οριστικά. Ομοίως, δεν είναι δυνατή η έκδοση
απόφασης επιστροφής για υπήκοο τρίτης χώρας για τον
οποίο έχει εκδοθεί προσωρινή διαταγή ή απόφαση διοι−
κητικού πρωτοδικείου για την αναστολή της εκτέλεσης
διοικητικής πράξης που αφορά την απόρριψη αιτήματος
έκδοσης ή ανανέωσης άδειας διαμονής ή την ανάκληση
άδειας διαμονής, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
Άρθρο 22
Οικειοθελής αναχώρηση
(Άρθρο 7 της Οδηγίας)
1. Η απόφαση επιστροφής του υπηκόου τρίτης χώ−
ρας προβλέπει κατάλληλο χρονικό διάστημα για την
οικειοθελή αναχώρησή του, το οποίο κυμαίνεται μεταξύ
επτά (7) και τριάντα (30) ημερών με την επιφύλαξη των
διατάξεων των παραγράφων 2 και 4. Το χρονικό αυτό
διάστημα χορηγείται αυτοδικαίως, χωρίς να απαιτείται
η υποβολή αιτήσεως από τον υπήκοο τρίτης χώρας. Η
χορήγηση προθε

KaVLOF

προθεσμίας για την οικειοθελή αναχώρη−
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ) 29
ση δεν αποκλείει τη δυνατότητα των υπηκόων τρίτων
χωρών να αναχωρήσουν από την ελληνική επικράτεια
νωρίτερα.
2. Οι αρμόδιες για την έκδοση της απόφασης επιστρο−
φής αρχές μπορούν, με αιτιολογημένη απόφασή τους, να
παρατείνουν την προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης
για κατάλληλο χρονικό διάστημα, το οποίο δεν μπορεί
να υπερβαίνει το ένα (1) έτος. Για τη λήψη της σχετικής
απόφασης λαμβάνονται υπόψη οι ειδικές περιστάσεις
κάθε περίπτωσης, όπως η διάρκεια της παραμονής του
υπηκόου τρίτης χώρας στην Ελλάδα, η φοίτηση των
τέκνων αυτού σε σχολείο και η ύπαρξη άλλων οικογε−
νειακών και κοινωνικών δεσμών.
3. Οι αρμόδιες για την έκδοση της απόφασης επιστρο−
φής αρχές μπορούν να επιβάλουν καθ' όλο το χρονικό
διάστημα της προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης
υποχρεώσεις στον υπήκοο τρίτης χώρας, με σκοπό
την αποφυγή του κινδύνου διαφυγής, όπως την τακτι−
κή εμφάνιση ενώπιον αρχών, την κατάθεση κατάλληλης
οικονομικής εγγύησης, την κατάθεση εγγράφων ή την
υποχρέωση παραμονής σε ορισμένο μέρος. Το ύψος και
η διαδικασία κατάθεσης οικονομικής εγγύησης καθο−
ρίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών
και Προστασίας του Πολίτη.
4. Αν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής ή η αίτηση για νόμιμη
παραμονή έχει απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη ή κα−
ταχρηστική ή ο υπήκοος τρίτης χώρας αποτελεί κίνδυνο
για τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή την εθνι−
κή ασφάλεια, οι κατά περίπτωση αρμόδιες αρχές δεν
χορηγούν χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης
ή χορηγούν χρονικό διάστημα αναχώρησης μικρότερο
των επτά (7) ημερών.
5. Η απόφαση επιστροφής με οικειοθελή αναχώρη−
ση επιδίδεται στον υπήκοο τρίτης χώρας και παρέχει,
κατά το χρονικό διάστημα της προθεσμίας αναχώρησης,
προσωρινό δικαίωμα νόμιμης διαμονής στην Ελλάδα
και, εφόσον αυτό προβλεπόταν από τον τίτλο διαμονής
που αυτός τυχόν έφερε, πρόσβαση στην απασχόληση,
τηρουμένων των σχετικών διατάξεων της εργατικής και
ασφαλιστικής νομοθεσίας.
Άρθρο 23
Απομάκρυνση
(Άρθρο 8 της Οδηγίας)
1. Οι αρμόδιες αστυνομικές αρχές λαμβάνουν όλα τα
αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της απόφασης επι−
στροφής εφόσον: α) δεν έχει χορηγηθεί χρονικό διά−
στημα οικειοθελούς αναχώρησης για τους λόγους που
αναφέρονται στο άρθρο 22 παρ. 4 και β) ο υπήκοος
τρίτης χώρας δεν έχει συμμορφωθεί με την υποχρέωση
επιστροφής εντός της ταχθείσας προθεσμίας οικειο−
θελούς αναχώρησης.
2. Οι αρμόδιες αστυνομικές αρχές, στην περίπτωση
που έχει χορηγηθεί προθεσμία οικειοθελούς αναχώρη−
σης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22, εκτελούν
την απόφαση επιστροφής μόνο μετά τη λήξη του ως
άνω χρονικού διαστήματος, εκτός αν, κατά τη διάρκεια
αυτού ανακύψει οποιοσδήποτε από τους λόγους που
αναφέρονται στην παρ. 4 του άρθρου 22.
3. Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 δεν εκδίδεται
αυτοτελής απόφαση απομάκρυνσης. Στην περίπτωση
που η απόφαση επιστροφής καθίσταται άμεσα εκτε−
λεστή πριν τη λήξη της ταχθείσας προθεσμίας οικει−
οθελούς αναχώρησης για τους λόγους του άρθρου 22
παρ. 4, η αρμόδια αστυνομική αρχή εκδίδει διαπιστωτική
πράξη η οποία επιδίδεται στον υπήκοο τρίτης χώρας.
4. Σε βάρος του υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος αν−
θίσταται κατά την εκτέλεση της απόφασης επιστροφής,
οι αρμόδιες αρχές μπορούν να εφαρμόζουν τα μέτρα
καταναγκασμού που προβλέπονται από τις διατάξεις
της παρ. 4 του άρθρου 80 του ν.3386/2005 και της υπ'
αριθμ. 4000/4/46−α΄ από 27.7.2009 κ.υ.α. (ΦΕΚ 1535 Β΄).
Στην περίπτωση αυτή τα μέτρα λαμβάνονται με σεβα−
σμό στην προσωπικότητα και τα θεμελιώδη δικαιώματα
του ατόμου, χωρίς υπέρβαση του αναγκαίου μέτρου,
σύμφωνα και με την αρχή της αναλογικότητας.
5. Σε περίπτωση απομάκρυνσης με αεροπορική πτήση,
λαμβάνονται υπόψη οι κοινές κατευθυντήριες γραμμές,
σχετικά με τα μέτρα ασφαλείας των κοινών απομα−
κρύνσεων δια αέρος, που προβλέπονται στην Απόφαση
2004/573/ΕΚ (EE L 261/ 6.8.2004).
6. Οι διαδικασίες της απομάκρυνσης υπόκεινται σε
σύστημα εξωτερικού ελέγχου, που λειτουργεί με μέρι−
μνα της Ανεξάρτητης Αρχής «Συνήγορος του Πολίτη»,
η οποία συνεργάζεται για τον σκοπό αυτόν με διεθνείς
οργανισμούς και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις. Με κοινή
απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης
και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Προστασίας του
Πολίτη, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Συνηγό−
ρου του Πολίτη, ρυθμίζεται η οργάνωση και λειτουργία
του ως άνω συστήματος ελέγχου.
Άρθρο 24
Αναβολή της απομάκρυνσης
(Άρθρο 9 της Οδηγίας)
1. Η απομάκρυνση υπηκόου τρίτης χώρας που τελεί
υπό διαδικασία επιστροφής αναβάλλεται υποχρεωτικά
στις περιπτώσεις που: α) παραβιάζεται η αρχή της μη
επαναπροώθησης ή β) έχει ανασταλεί σύμφωνα με το
άρθρο 28 παράγραφος 2.
2. Οι αρμόδιες για την εκτέλεση της απόφασης επι−
στροφής αστυνομικές αρχές μπορούν, με αιτιολογημένη
απόφασή τους, να αναβάλουν την απομάκρυνση, για εύ−
λογο χρόνο, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές περιστάσεις
κάθε περίπτωσης και ιδίως: α) τη φυσική ή διανοητική
κατάσταση του υπηκόου τρίτης χώρας και β) τεχνικούς
λόγους, όπως είναι η έλλειψη μέσων μεταφοράς ή η έλ−
λειψη δυνατότητας απομάκρυνσης, λόγω αντικειμενικής
αδυναμίας διαπίστωσης της ταυτότητας.
3. Εάν αναβληθεί η απομάκρυνση, κατά τα προβλεπό−
μενα στις προηγούμενες παραγράφους, οι ως άνω αρχές
δύνανται να επιβάλουν στον υπήκοο τρίτης χώρας τις
υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 22 παρ. 3.
4. Η απόφαση αναβολής της απομάκρυνσης επιδί−
δεται στον υπήκοο τρίτης χώρας και συνιστά γραπτή
βεβαίωση ότι η απόφαση επιστροφής δεν μπορεί να
εκτελεσθεί προσωρινά (βεβαίωση αναβολής της απομά−
κρυνσης). Η βεβαίωση αυτή έχει εξάμηνη ισχύ και μπορεί
να ανανεώνεται μετά από νέα κρίση σχετικά με την
εξακολούθηση του ανεφίκτου της απομάκρυνσης. Κατά
το χρονικό διάστημα ισχύος της γραπτής βεβαίωσης, ο
κάτοχός της έχει προσωρινό δικαίωμα διαμονής στην
Ελλάδα και οφείλει, σε κάθε περίπτωση, να παραμένει
στη διάθεση των αρμόδιων για την εκτέλεση της απο−
μάκρυνσης αρχών και να συνεργάζεται μαζί τους, ώστε
αυτή να καταστεί δυνατή σε σύντομο χρόνο.
30 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ)
Άρθρο 25
Επιστροφή και απομάκρυνση ασυνόδευτων
ανηλίκων
(Άρθρο 10 της Οδηγίας)
1. Πριν αποφασισθεί η έκδοση απόφασης επιστροφής
ασυνόδευτου ανήλικου, και αφού ληφθούν υπόψη τα
βέλτιστα συμφέροντά του, παρέχεται συνδρομή από
κατάλληλους φορείς, άλλους από τις αρχές που διε−
νεργούν την επιστροφή, οι οποίοι μνημονεύονται στις
διατάξεις του άρθρου 19 του π.δ.220/2007 (ΦΕΚ 251 Α΄)
και οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως.
2. Πριν απομακρυνθεί ασυνόδευτος ανήλικος από τη
Χώρα, οι αρμόδιες αρχές εξακριβώνουν ότι αυτός θα
επιστραφεί σε μέλος της οικογένειάς του, σε ορισθέντα
κηδεμόνα ή σε κατάλληλες εγκαταστάσεις υποδοχής
στο κράτος επιστροφής.
Άρθρο 26
Απαγόρευση εισόδου
(Άρθρο 11 της Οδηγίας)
1. Απαγόρευση εισόδου του υπηκόου τρίτης χώρας
στην Ελλάδα εκδίδεται υποχρεωτικά με την απόφαση
επιστροφής, εφόσον: α) δεν έχει χορηγηθεί χρονικό
διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης ή β) ο υπήκοος
τρίτης χώρας δεν έχει συμμορφωθεί με την υποχρέωση
επιστροφής. Επιπλέον, απαγόρευση εισόδου μπορεί να
επιβληθεί σε περίπτωση που από την παρουσία του
υπηκόου τρίτης χώρας στην Ελλάδα προκύπτει κίνδυνος
για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, την εθνική ασφάλεια
ή τη δημόσια υγεία.
2. Η διάρκεια της απαγόρευσης εισόδου καθορίζε−
ται αφού ληφθούν δεόντως υπόψη όλες οι σχετικές
περιστάσεις κάθε μεμονωμένης περίπτωσης και δεν
υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη από την ημερομηνία της
απομάκρυνσης. Είναι δυνατόν, ωστόσο, να υπερβαίνει
την πενταετία, εάν ο υπήκοος τρίτης χώρας αποτε−
λεί σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια
ασφάλεια ή την εθνική ασφάλεια. Η κάθε περίπτωση
επανεξετάζεται αυτεπαγγέλτως ανά τριετία.
3. Οι αρμόδιες αρχές εξετάζουν την ανάκληση ή την
αναστολή απαγόρευσης εισόδου όταν υπήκοος τρίτης
χώρας για τον οποίο έχει εκδοθεί απαγόρευση εισόδου
σύμφωνα με την παράγραφο 1 περίπτωση β΄, υποβάλει
αίτηση και μπορεί να αποδείξει ότι έχει αναχωρήσει
από το ελληνικό έδαφος συμμορφούμενος πλήρως με
την απόφαση επιστροφής. Τα θύματα εμπορίας αν−
θρώπων, καθώς και τα θύματα παράνομης διακίνησης
μεταναστών στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια διαμονής,
σύμφωνα με τα άρθρα 46 − 51 του ν. 3386/2005, δεν υπό−
κεινται σε απαγόρευση εισόδου, εφόσον δεν αποτελούν
απειλή για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια ή
την εθνική ασφάλεια και υπό τον όρο ότι συμμορφώνο−
νται πλήρως στην απόφαση επιστροφής που εκδίδεται
σε περίπτωση που απωλέσουν για οποιονδήποτε λόγο
το δικαίωμα διαμονής στη Χώρα. Οι αρμόδιες αρχές
δύνανται να μην εκδίδουν, να αναστέλλουν ή να ανα−
καλούν την απαγόρευση εισόδου για ανθρωπιστικούς
λόγους ή λόγους δημοσίου συμφέροντος, σύμφωνα με
τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 8 του ν.3386/2005
και της κ.υ.α. 4000/4/32−ιβ΄ της 4.9.2006.
4. Όταν εξετάζεται η έκδοση άδειας διαμονής ή άλλης
άδειας που παρέχει δικαίωμα διαμονής σε υπήκοο τρί−
της χώρας, στον οποίο έχει επιβληθεί απαγόρευση ει−
σόδου από άλλο κράτος−μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
η αρμόδια υπηρεσία διαβουλεύεται μέσω του εθνικού
Γραφείου SIRENE με το κράτος−μέλος που εξέδωσε την
απαγόρευση εισόδου, με βάση το δημόσιο συμφέρον,
σύμφωνα με το άρθρο 25 της Σύμβασης Σένγκεν.
5. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρ−
μόζονται με την επιφύλαξη του δικαιώματος διεθνούς
προστασίας όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο α΄ του
π.δ.96/2008 (ΦΕΚ 152 Α΄).
Άρθρο 27
Τύπος
(Άρθρο 12 της Οδηγίας)
1. Οι αποφάσεις επιστροφής και οι αποφάσεις απαγό−
ρευσης εισόδου, που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων
του παρόντος Κεφαλαίου, περιβάλλονται τον έγγραφο
τύπο και περιλαμβάνουν σαφή αιτιολογία, σύμφωνα
με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασί−
ας (ν.2690/1999, ΦΕΚ 45 Α΄), όπως αυτός ισχύει κάθε
φορά. Οι προαναφερθείσες αποφάσεις κοινοποιούνται
στον ενδιαφερόμενο και αναφέρουν τους νομικούς και
πραγματικούς λόγους για την έκδοσή τους, καθώς και
πληροφορίες για τα διαθέσιμα ένδικα μέσα. Οι πληρο−
φορίες σχετικά με την αιτιολογία της απόφασης επι−
στροφής μπορούν να είναι περιορισμένες, εφόσον αυτό
απαιτείται για τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας,
της άμυνας και της δημόσιας ασφάλειας, καθώς και
σε περιπτώσεις πρόληψης, διερεύνησης, βεβαίωσης και
δίωξης αξιόποινων πράξεων.
2. Οι αρμόδιες για το χειρισμό θεμάτων αλλοδαπών
υπηρεσίες εξασφαλίζουν, κατόπιν αιτήματος του ενδι−
αφερομένου, τη γραπτή ή προφορική μετάφραση των
βασικών σημείων των αποφάσεων επιστροφής, κατά
τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1, συμπεριλαμβανο−
μένων πληροφοριών σχετικά με τα διαθέσιμα ένδικα
μέσα, σε γλώσσα που κατανοεί ή θεωρείται ευλόγως
ότι κατανοεί ο υπήκοος τρίτης χώρας.
3. Η παράγραφος 2 δεν εφαρμόζεται για τους υπηκό−
ους τρίτης χώρας που έχουν εισέλθει παράνομα στο
ελληνικό έδαφος και δεν τους έχει χορηγηθεί στη συ−
νέχεια άδεια ή δικαίωμα να παραμείνουν στην Ελλάδα.
Στην περίπτωση αυτή, οι αποφάσεις που αφορούν την
επιστροφή κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1
εκδίδονται μέσω τυποποιημένου εντύπου που προβλέ−
πεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 της υπ' αριθμ.
4000/4/46−α΄ από 22.7.2009 κ.υ.α.. Το έντυπο αυτό με−
ταφράζεται σε τουλάχιστον πέντε από τις γλώσσες τις
οποίες χρησιμοποιούν συχνότερα ή κατανοούν καλύτε−
ρα οι υπήκοοι τρίτης χώρας που εισέρχονται παράνομα
στην ελληνική επικράτεια.
Άρθρο 28
Ένδικα βοηθήματα
(Άρθρο 13 της Οδηγίας)
1. Κατά των αποφάσεων επιστροφής που εκδίδονται
από τις αστυνομικές αρχές, οι υπήκοοι τρίτων χωρών
μπορούν να ασκήσουν την ενδικοφανή προσφυγή του
άρθρου 77 του ν.3386/2005. Κατά των αποφάσεων επι−
στροφής που ενσωματώνονται σε αποφάσεις απόρ−
ριψης του αιτήματος χορήγησης ή ανανέωσης τίτλου
διαμονής, καθώς και σε αποφάσεις ανάκλησης ισχύο−
ντος τίτλου διαμονής οι υπήκοοι τρίτων χωρών έχουν
δικαίωμα προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 24 του
Κώδικα Διοικητικής

KaVLOF

Διαδικασίας.
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ) 31
2. Τα διοικητικά όργανα που είναι αρμόδια να αποφαί−
νονται επί των προσφυγών της παραγράφου 1 έχουν
την αρμοδιότητα να επανεξετάζουν αυτεπαγγέλτως,
τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία των αποφάσεων
επιστροφής και να αναστέλλουν προσωρινώς την εφαρ−
μογή τους. Προσωρινή δικαστική προστασία παρέχεται
κατά τις διατάξεις του ν. 3900/2010 (ΦΕΚ 213 Α΄) και του
π.δ.18/1989 (ΦΕΚ 8 Α΄).
3. Οι αρμόδιες για θέματα αλλοδαπών αρχές υποχρε−
ούνται να παρέχουν πληροφορίες και κάθε δυνατή συν−
δρομή στον υπήκοο τρίτης χώρας που αιτείται νομικές
συμβουλές, εκπροσώπηση από δικηγόρο και γλωσσική
συνδρομή, προκειμένου να ασκήσει τα δικαιώματα του
παρόντος άρθρου.
4. Η απαραίτητη νομική βοήθεια και εκπροσώπηση
παρέχεται δωρεάν κατόπιν αιτήσεως, σύμφωνα με τις
διατάξεις του ν.3226/2004 (ΦΕΚ 24 Α΄), εφόσον κατά την
κρίση του δικαστή η αίτηση ακύρωσης δεν είναι προ−
δήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη, κατ' ανάλογη
εφαρμογή του άρθρου 15 παράγραφοι 3 έως 6 της Οδη−
γίας 2005/85/ΕΚ, όπως ενσωματώθηκε στην ελληνική
έννομη τάξη με το π.δ.114/2010 (ΦΕΚ 195 Α΄). Η ισχύς της
παραγράφου αυτής αρχίζει από 24.12.2011.
5. Αίτηση ακύρωσης κατά των αποφάσεων επιστροφής
ασκείται σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 15 του
ν.3068/2002 (ΦΕΚ 274 Α΄), όπως τροποποιήθηκε με το
άρθρο 49 του ν. 3900/2010.
Άρθρο 29
Εγγυήσεις εν όψει της επιστροφής
(Άρθρο 14 της Οδηγίας)
1. Κατά το χρονικό διάστημα της οικειοθελούς ανα−
χώρησης υπηκόου τρίτης χώρας, το οποίο χορηγείται
σύμφωνα με το άρθρο 22 και κατά το χρονικό διάστη−
μα που αναβάλλεται η απομάκρυνση σύμφωνα με το
άρθρο 24 οι αρμόδιες κατά περίπτωση αρχές μερι−
μνούν για να λαμβάνονται κατά το δυνατό μέτρα ώστε:
α) να εξασφαλίζεται η οικογενειακή ενότητα του υπη−
κόου τρίτης χώρας με τα μέλη της οικογένειάς του
που βρίσκονται στην Ελλάδα, β) να υπάρχει πρόσβαση
των ανηλίκων στην υποχρεωτική εκπαίδευση, ανάλο−
γα με τη διάρκεια της διαμονής τους, σύμφωνα με το
άρθρο 72 του ν.3386/2005, γ) να παρέχεται επείγουσα
υγειονομική περίθαλψη και η απαραίτητη θεραπευτική
αγωγή, σύμφωνα με το άρθρο 84 παρ. 1 του ν.3386/2005
και δ) να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες ανάγκες των
ευάλωτων ατόμων. Η κατάσταση των υπηκόων τρίτων
χωρών που τελούν υπό κράτηση ρυθμίζεται από τις
ειδικότερες διατάξεις των άρθρων 31 και 32.
2. Στους υπηκόους τρίτων χωρών που αναφέρονται
στην παράγραφο 1 χορηγούνται τα έγγραφα που προ−
βλέπονται στην παρ. 5 του άρθρου 22 και στην παρ. 4
του άρθρου 24.
Άρθρο 30
Κράτηση
(Άρθρο 15 της Οδηγίας)
1. Οι υπήκοοι τρίτης χώρας που υπόκεινται σε δια−
δικασίες επιστροφής, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρ−
θρου 21, τίθενται υπό κράτηση για την προετοιμασία
της επιστροφής και τη διεκπεραίωση της διαδικασίας
απομάκρυνσης, μόνο εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση
δεν δύνανται να εφαρμοσθούν αποτελεσματικά άλλα
επαρκή και λιγότερο επαχθή μέτρα, όπως εκείνα που
προβλέπονται στην παρ. 3 του άρθρου 22. Το μέτρο
της κράτησης εφαρμόζεται όταν: α) υπάρχει κίνδυνος
διαφυγής ή β) ο υπήκοος τρίτης χώρας αποφεύγει ή
παρεμποδίζει την προετοιμασία της επιστροφής ή τη
διαδικασία απομάκρυνσης ή γ) συντρέχουν λόγοι εθνι−
κής ασφάλειας.
Η κράτηση επιβάλλεται και διατηρείται για το απο−
λύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα διεκπεραίωσης της
διαδικασίας απομάκρυνσης, η οποία εξελίσσεται και
εκτελείται με τη δέουσα επιμέλεια. Σε κάθε περίπτωση,
για την επιβολή ή τη συνέχιση του μέτρου της κράτησης
λαμβάνεται υπόψη η διαθεσιμότητα κατάλληλων χώρων
κράτησης και η δυνατότητα εξασφάλισης αξιοπρεπών
συνθηκών διαβίωσης για τους κρατουμένους.
2. Η απόφαση κράτησης περιέχει πραγματική και νο−
μική αιτιολόγηση, εκδίδεται εγγράφως, σύμφωνα με τα
οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 76 του ν.3386/2005
και εφόσον δεν έχει εκδοθεί απόφαση επιστροφής, αυτή
εκδίδεται εντός τριών (3) ημερών. Ο υπήκοος τρίτης
χώρας που κρατείται, παράλληλα με τα δικαιώματα που
έχει σύμφωνα με τον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας,
μπορεί να προβάλει και αντιρρήσεις κατά της απόφασης
κράτησης ή παράτασης της κράτησής του ενώπιον του
προέδρου ή του υπ' αυτού οριζόμενου πρωτοδίκη του
διοικητικού πρωτοδικείου, στην Περιφέρεια του οποίου
κρατείται. Κατά τα λοιπά για την αίτηση αντιρρήσε−
ων εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παρα−
γράφων 4 και 5 του άρθρου 76 του ν.3386/2005 (ΦΕΚ
212 Α΄), όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 55 του
ν.3900/2010 (ΦΕΚ 213 Α΄). Η απόφαση επί της αίτησης
αντιρρήσεων μπορεί να ανακληθεί, ύστερα από αίτηση
των διαδίκων, αν η αίτηση ανάκλησης στηρίζεται σε
νέα στοιχεία, κατ' εφαρμογή του άρθρου 205 παρ. 5 του
Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Για τα δικαιώματά του
σύμφωνα με την παράγραφο αυτή ο υπήκοος τρίτης
χώρας ενημερώνεται αμέσως. Ο υπήκοος τρίτης χώρας,
απολύεται αμέσως εάν διαπιστωθεί ότι η κράτησή του
δεν είναι νόμιμη.
3. Σε κάθε περίπτωση η συνδρομή των προϋποθέσε−
ων της κράτησης επανεξετάζεται αυτεπαγγέλτως, ανά
τρίμηνο, από το όργανο που εξέδωσε την απόφαση
κράτησης. Σε περίπτωση παράτασης της διάρκειας της
κράτησης, οι σχετικές αποφάσεις διαβιβάζονται στον
πρόεδρο ή τον υπ' αυτού οριζόμενο πρωτοδίκη του
διοικητικού πρωτοδικείου της παρ. 2, ο οποίος κρίνει
για τη νομιμότητα της παράτασης της κράτησης και
εκδίδει παραχρήμα την απόφασή του την οποία διατυ−
πώνει συνοπτικώς σε τηρούμενο πρακτικό, αντίγραφο
του οποίου διαβιβάζει αμέσως στην αρμόδια αστυνομική
αρχή.
4. Όταν καθίσταται πρόδηλο ότι δεν υφίσταται πλέον
λογικά προοπτική απομάκρυνσης για νομικούς ή άλλους
λόγους ή όταν παύουν να ισχύουν οι όροι της παραγρά−
φου 1, η κράτηση αίρεται και ο υπήκοος τρίτης χώρας
απολύεται αμέσως.
5. Η κράτηση συνεχίζεται για το χρονικό διάστημα
που πληρούνται οι όροι της παραγράφου 1 και είναι
αναγκαία για να διασφαλισθεί η επιτυχής απομάκρυνση.
Το ανώτατο όριο κράτησης δεν μπορεί να υπερβαίνει
το εξάμηνο.
6. Το χρονικό όριο της παραγράφου 5 μπορεί να πα−
ραταθεί για περιορισμένο μόνο χρόνο που δεν υπερ−
32 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ)
βαίνει τους δώδεκα μήνες, στις περιπτώσεις κατά τις
οποίες παρά τις εύλογες προσπάθειες των αρμόδιων
υπηρεσιών η επιχείρηση απομάκρυνσης είναι πιθανόν να
διαρκέσει περισσότερο επειδή: α) ο υπήκοος της τρίτης
χώρας αρνείται να συνεργασθεί ή β) καθυστερεί η λήψη
των αναγκαίων εγγράφων από τρίτες χώρες.
Άρθρο 31
Όροι κράτησης
(Άρθρο 16 της Οδηγίας)
1. Η κράτηση λαμβάνει χώρα, κατά κανόνα, σε ειδικές
εγκαταστάσεις. Σε κάθε περίπτωση, οι υπό κράτηση
υπήκοοι τρίτων χωρών κρατούνται χωριστά από τους
κρατούμενους του κοινού ποινικού δικαίου.
2. Επιτρέπεται στους υπό κράτηση υπηκόους τρίτων
χωρών, κατόπιν αιτήματος, να έρχονται σε επαφή με
τους νόμιμους αντιπροσώπους τους, τα μέλη της οικο−
γένειάς τους και τις αρμόδιες προξενικές αρχές.
3. Στους υπό κράτηση υπηκόους τρίτων χωρών παρέ−
χεται επείγουσα υγειονομική περίθαλψη και η απαραί−
τητη θεραπευτική αγωγή. Ιδιαίτερη μέριμνα λαμβάνεται
στις περιπτώσεις ευάλωτων ατόμων.
4. Οι σχετικές και αρμόδιες εθνικές, διεθνείς και Μη
Κυβερνητικές Οργανώσεις και όργανα έχουν τη δυνα−
τότητα να επισκέπτονται τις εγκαταστάσεις κράτησης
που αναφέρονται στην παράγραφο 1, στο βαθμό που
χρησιμοποιούνται για την κράτηση υπηκόων τρίτων
χωρών σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο. Οι επισκέψεις
αυτές υπόκεινται σε αδειοδότηση από την αρμόδια για
τη φύλαξη της εγκατάστασης αστυνομική αρχή.
5. Οι υπό κράτηση υπήκοοι τρίτων χωρών λαμβάνουν
συστηματικά πληροφορίες στις οποίες επεξηγείται ο
κανονισμός που εφαρμόζεται στην εγκατάσταση και
ορίζονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις τους. Οι
πληροφορίες αυτές περιλαμβάνουν και το δικαίωμά
τους να έρχονται σε επαφή με τις οργανώσεις και τα
όργανα που αναφέρονται στην παράγραφο 4.
Άρθρο 32
Κράτηση ανηλίκων και οικογενειών
(Άρθρο 17 της Οδηγίας)
1. Οι ασυνόδευτοι ανήλικοι και οι οικογένειες με ανή−
λικους κρατούνται, ως έσχατη λύση, μόνο εφόσον δεν
μπορούν να εφαρμοσθούν για τον ίδιο σκοπό άλλα
επαρκή αλλά λιγότερο επαχθή μέτρα και για το ελάχι−
στο απαιτούμενο χρονικό διάστημα.
2. Στις οικογένειες που κρατούνται σε αναμονή της
απομάκρυνσής τους παρέχεται χωριστό κατάλυμα, με
το οποίο εξασφαλίζεται επαρκής ιδιωτική ζωή.
3. Οι υπό κράτηση ανήλικοι έχουν τη δυνατότητα να
ασχολούνται με δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου,
όπως δραστηριότητες παιγνιδιού και ψυχαγωγικές
δραστηριότητες που αρμόζουν στην ηλικία τους και,
ανάλογα με τη διάρκεια της παραμονής τους, έχουν
πρόσβαση στην εκπαίδευση, σύμφωνα με το άρθρο 72
του ν. 3386/ 2005.
4. Στους ασυνόδευτους ανήλικους παρέχεται κατά
το δυνατόν κατάλυμα σε ιδρύματα τα οποία διαθέτουν
προσωπικό και εγκαταστάσεις που λαμβάνουν υπόψη
τις ανάγκες προσώπων της ηλικίας τους.
5. Τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού λαμβάνονται
πρωτίστως υπόψη κατά την κράτηση ανηλίκων σε ανα−
μονή απομάκρυνσης.
Άρθρο 33
Καταστάσεις έκτακτης ανάγκης
(Άρθρο 18 της Οδηγίας)
1. Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο εξαιρετικά υψη−
λός αριθμός υπηκόων τρίτων χωρών προς επιστροφή
δημιουργεί απρόβλεπτο υψηλό φόρτο για το δυναμικό
της εγκατάστασης κράτησης ή στο διοικητικό ή δι−
καστικό προσωπικό της χώρας μπορεί, ενόσω διαρκεί
η έκτακτη κατάσταση, να αποφασισθεί η επιμήκυνση
της προθεσμίας δικαστικής εξέτασης του άρθρου 30
παράγραφος 2 και να λαμβάνονται επείγοντα μέτρα
όσον αφορά τις συνθήκες κράτησης, κατά παρέκκλιση
από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 31 παράγραφος 1 και
στο άρθρο 32 παράγραφος 2.
2. Στις ως άνω περιπτώσεις, στις οποίες λαμβάνονται
έκτακτα μέτρα, οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν σχετι−
κώς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Επίσης, η Επιτροπή ενη−
μερώνεται αμέσως μόλις παύσουν να ισχύουν οι λόγοι
για την εφαρμογή των έκτακτων μέτρων.
3. Καμία διάταξη του παρόντος άρθρου δεν μπορεί να
ερμηνευθεί ότι επιτρέπει στις κατά περίπτωση αρμόδιες
αρχές να παρεκκλίνουν από τη γενική υποχρέωση να
λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα είτε γενικά είτε
ειδικά, ώστε να εξασφαλίζεται η εκπλήρωση των υπο−
χρεώσεων που απορρέουν από το παρόν Κεφάλαιο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΡΥΘΜΙΣΗ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
Άρθρο 34
Επανεισδοχή
Για τους υπηκόους τρίτων χωρών που εξαιρούνται
της εφαρμογής του Κεφαλαίου Γ΄ σύμφωνα με το άρ−
θρο 17 παράγραφος 2 εδάφιο α΄ εφαρμόζονται άμεσα,
μετά την παράνομη διέλευση, οι όροι και οι διαδικασίες
επανεισδοχής των σχετικών διεθνών συμφωνιών που δε−
σμεύουν τη χώρα αυτοτελώς ή στο πλαίσιο συμμετοχής
της στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή απορρέουν από κανόνες
του διεθνούς εθιμικού δικαίου, καθώς και οι ισχύουσες
διατάξεις του ν. 3386/2005 (ΦΕΚ 212 Α΄).
Άρθρο 35
Ρύθμιση θεμάτων επιστροφών
1. Οι αποφάσεις επιστροφής και κάθε σχετικό με αυ−
τές στοιχείο, όπως η συμμόρφωση του υπηκόου τρίτης
χώρας προς την υποχρέωση οικειοθελούς αναχώρησης
εντός της τεθείσας προθεσμίας και η υλοποίηση της
απομάκρυνσης καταχωρούνται άμεσα από τις αρμόδιες
Υπηρεσίες στα οικεία ηλεκτρονικά αρχεία ή μητρώα,
που αυτές τηρούν σύμφωνα με το νόμο, και τα οποία, σε
περίπτωση συμμετοχής περισσότερων υπηρεσιών στη
διαδικασία επιστροφής, τελούν σε πλήρη λειτουργική
διασύνδεση μεταξύ τους.
2. Για την ενημέρωση του υπηκόου τρίτης χώρας επί
της απόφασης επιστροφής, σύμφωνα με την παράγρα−
φο 2 του άρθρου 27, οι αρμόδιες υπηρεσίες μπορούν να
απευθύνονται και να αξιοποιούν τη συνεισφορά φορέων
και οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, αλλά και
προσώπων που διαθέτουν τις κατάλληλες γνώσεις για
την επαρκή διαμεσολάβηση και επικοινωνία μεταξύ των
υπηρεσιών και του ενδιαφερομένου.
3. Οι ειδικές εγκαταστάσεις όπου κρατούνται οι
υπήκοοι τρίτων χωρών κατ' εφαρμογή του άρθρου 31
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ) 33
ιδρύονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερι−
κών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης,
Οικονομικών, Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και
Προστασίας του Πολίτη και υπάγονται στην αρμοδιό−
τητα του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και της
Ελληνικής Αστυνομίας. Με την ίδια απόφαση ρυθμίζο−
νται οι λεπτομέρειες λειτουργίας των εγκαταστάσεων
αυτών.
4. Οι υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης και θερα−
πευτικής αγωγής της παραγράφου 3 του άρθρου 31
μπορούν επικουρικώς να παρέχονται και από Μη Κυβερ−
νητικές Οργανώσεις ή άλλους αρμόδιους φορείς.
Άρθρο 36
Ρύθμιση θεμάτων οικειοθελούς αναχώρησης
1. Η παράταση της προθεσμίας οικειοθελούς αναχώ−
ρησης σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 22
γίνεται κατόπιν σχετικής αίτησης του υπηκόου τρίτης
χώρας, η οποία υποβάλλεται πριν τη λήξη της αρχικής
προθεσμίας και εξετάζεται κατά προτεραιότητα εντός
δεκαπέντε (15) ημερών από την υποβολή της, κατά τη
διάρκεια της οποίας η προθεσμία οικειοθελούς αναχώ−
ρησης λογίζεται ως σιωπηρώς παραταθείσα. Στην πε−
ρίπτωση μη απάντησης της αρμόδιας υπηρεσίας εντός
της τεθείσας προθεσμίας, η παράταση συνεχίζει να
ισχύει έως ότου η αρμόδια αρχή αποφανθεί επί του
αιτήματος. Η παράταση της προθεσμίας χορηγείται
μόνο για τη διευθέτηση των εκκρεμών υποχρεώσεων
που απορρέουν από τις περιστάσεις αυτές, ενόψει της
αναχώρησης. Κατά τη διάρκεια της ως άνω προθεσμίας
ο υπήκοος τρίτης χώρας δεν έχει δικαίωμα πρόσβασης
σε προγράμματα κοινωνικής ένταξης, ενώ το ως άνω
χρονικό διάστημα διαμονής του υπηκόου τρίτης χώρας,
στο πλαίσιο της παράτασης οικειοθελούς αναχώρησης,
δεν μπορεί να συνυπολογιστεί στην περίπτωση εφαρ−
μογής των διατάξεων του ν. 3838/2010 (ΦΕΚ 49 Α΄) περί
πρόσβασης στην ελληνική ιθαγένεια.
2. Η προθεσμία της οικειοθελούς αναχώρησης αρχίζει
από την επίδοση της σχετικής απόφασης ή από την
ημερομηνία αποδεδειγμένης ειδοποίησης του ενδια−
φερόμενου να προσέλθει να την παραλάβει, σε περί−
πτωση που αρνείται να πράξει τούτο αμελλητί ή μετά
την πάροδο διμήνου από της εκδόσεως της σχετικής
απόφασης σε περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος δεν
ανευρέθη παρότι έγινε επανειλημμένως προσπάθεια
με βάση τα δηλωθέντα από τον ίδιο στοιχεία επικοι−
νωνίας. Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης υποβολής από
τον υπήκοο τρίτης χώρας αιτήματος ανανέωσης άδειας
διαμονής, η αρμόδια αρχή εκδίδει απόφαση επιστροφής
του υπηκόου τρίτης χώρας προβλέποντας αυτοδικαίως
χρονικό διάστημα για την οικειοθελή αναχώρησή του. Η
ανωτέρω απόφαση επιστροφής εκδίδεται από την κατά
περίπτωση αρμόδια αρχή του Υπουργείου Εσωτερικών,
Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης ή της
κατά τόπον αρμόδιας υπηρεσίας αλλοδαπών και με−
τανάστευσης. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις της
παραγράφου 1. Η κατά περίπτωση αρμόδια αρχή του
Υπουργείου Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονι−
κής Διακυβέρνησης ή η κατά τόπον αρμόδια Υπηρεσία
Αλλοδαπών και Μετανάστευσης μετά το πέρας της προ−
θεσμίας για την οικειοθελή αναχώρηση, καθώς και στις
περιπτώσεις αδυναμίας γνωστοποίησης (επίδοσης) της
απόφασης στον ενδιαφερόμενο υπήκοο τρίτης χώρας,
ιδίως λόγω ανακριβούς διεύθυνσης, ενημερώνει εντός
τριών (3) ημερών από την παρέλευση της προθεσμίας
την αρμόδια αστυνομική αρχή, για την έναρξη της δια−
δικασίας επιστροφής με απομάκρυνση.
3. Στις αποφάσεις επιστροφής με τις οποίες χορηγεί−
ται προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης αναγράφεται
υποχρεωτικά η διεύθυνση κατοικίας του υπηκόου τρίτης
χώρας, ο οποίος οφείλει να γνωστοποιεί στην Υπηρεσία
που εξέδωσε την πράξη κάθε μεταβολή της διεύθυνσής
του, κατά το χρονικό αυτό διάστημα.
4. Αρμόδια για την επιβεβαίωση της οικειοθελούς
αναχώρησης είναι η αρχή που εξέδωσε την απόφαση
επιστροφής. Προς τούτο, η αρχή αυτή μπορεί να συ−
νεργάζεται με τις αστυνομικές ή δημοτικές αρχές του
τόπου κατοικίας ή διαμονής του αλλοδαπού, καθώς και
κάθε άλλη αρχή ή φορέα που δύναται να παράσχει
σχετική πληροφόρηση, όπως οι προξενικές και διπλω−
ματικές αρχές, οι αστυνομικές αρχές των αεροδρομί−
ων, τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που αναπτύσσουν
οικονομική δραστηριότητα στον τομέα της μεταφοράς
προσώπων, οι διεθνείς οργανισμοί και Μη Κυβερνητικές
Οργανώσεις που αναπτύσσουν δράση στον τομέα της
μετανάστευσης και οι αστυνομικοί σύνδεσμοι.
5. Οι αρμόδιες αρχές, στο πλαίσιο της ευρύτερης
προγραμματικής συνεργασίας τους με τους οργανι−
σμούς τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου βαθμού, μπο−
ρούν να αναθέτουν στις οικείες αρχές της Δημοτικής
Αστυνομίας την αρμοδιότητα επίδοσης των ανωτέρω
διοικητικών πράξεων στους ενδιαφερόμενους υπηκόους
τρίτων χωρών.
Άρθρο 37
Ρύθμιση θεμάτων απομάκρυνσης
1. Στην περίπτωση που κατά τη διάρκεια της προ−
θεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης ανακύψει οποιοσ−
δήποτε από τους λόγους που αναφέρονται στην παρ.
4 του άρθρου 22, καθώς και στην περίπτωση που ο
υπήκοος τρίτης χώρας παραβιάσει τις υποχρεώσεις
που του έχουν επιβληθεί κατά τη διάρκεια της περιό−
δου οικειοθελούς αναχώρησης ή της παράτασής της,
δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 22 παρ. 3, η από−
φαση επιστροφής εκτελείται αμέσως και η χορήγηση
προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης ή η παράταση
της προθεσμίας αυτής θεωρούνται αυτοδικαίως ανα−
κληθείσες.
2. Για την κάλυψη των δαπανών της απομάκρυνσης
εφαρμόζονται αναλογικώς οι διατάξεις του άρθρου 80
του ν. 3386/2005 και της υπ' αριθμ. 4000/4/46−α΄ από
27.7.2009 κοινής υπουργικής απόφασης (ΦΕΚ 1535 Β΄).
3. Η αρμόδια αρχή αξιολογεί το εφικτό της απομά−
κρυνσης σε κάθε περίπτωση με βάση τα ειδικότερα
στοιχεία, που επικαλείται ο ενδιαφερόμενος, συνεκτι−
μώντας όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες αναφορικά με
την ακολουθητέα πρακτική εκάστης τρίτης χώρας, ως
προς τη συνεργασία σε θέματα επανεισδοχής. Προς το
σκοπό αυτόν η αρμόδια αρχή μπορεί να ζητά τη συνδρο−
μή του αρμόδιου Τμήματος της Υπηρεσίας Ασύλου.
4. Αν διαπιστωθεί παραβίαση των υποχρεώσεων που
έχουν επιβληθεί σε υπήκοο τρίτης χώρας με βάση το
άρθρο 22 παρ. 3, η απόφαση επιστροφής εκτελείται
αμέσως και η απόφαση αναβολής της απομάκρυνσης
θεωρείται αυτοδικαίως ανακληθείσα. Εφόσον η απο−
μάκρυνση δεν είναι τεχνικώς δυνατή επιβάλλονται με
34 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ)
νέα απόφαση πρόσθετοι περιοριστικοί όροι, όπως προ−
βλέπονται στο άρθρο 22 παρ. 3, ενώ σε περίπτωση
υποτροπής μπορεί να επιβληθεί μέχρι και διοικητική
κράτηση, με την επιφύλαξη των προβλεπόμενων στο
άρθρο 30 χρονικών ορίων.
5. Σε περίπτωση αδυναμίας των αρμόδιων κατά περί−
πτωση αρχών να διασφαλίσουν με ίδιους πόρους ή μέσα
ότι οι υπήκοοι τρίτων χωρών των οποίων η απομάκρυν−
ση έχει αναβληθεί, απολαμβάνουν κατά το χρονικό διά−
στημα της αναβολής, στοιχειώδεις όρους αξιοπρεπούς
προσωρινής στέγασης σε εγκαταστάσεις δημόσιου ή
κοινωφελούς χαρακτήρα και γενικότερα ότι καλύπτουν
τις άμεσες βιοτικές τους ανάγκες, μπορεί να επιτραπεί,
μετά από σχετική άδεια, να απασχολούνται ως μισθωτοί
σε τομείς απασχόλησης σε συγκεκριμένες περιοχές της
Χώρας. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από
πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και
Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Εργασίας και Κοινωνικής
Ασφάλισης και Προστασίας του Πολίτη, καθορίζονται οι
τομείς απασχόλησης και οι περιοχές της Χώρας όπου
μπορούν να ασχολούνται ως μισθωτοί οι υπήκοοι τρί−
των χωρών των οποίων έχει αναβληθεί η απομάκρυνση,
το καθεστώς της ασφαλιστικής τους κάλυψης, οι όροι,
οι προϋποθέσεις, οι διαδικασίες και τα αρμόδια για
τη χορήγηση της άδειας εργασίας όργανα, καθώς και
κάθε άλλο σχετικό θέμα. Σε κάθε περίπτωση, κατά τη
διάρκεια του χρόνου αναβολής της απομάκρυνσης ο
υπήκοος τρίτης χώρας δεν έχει δικαίωμα πρόσβασης
σε προγράμματα κοινωνικής ένταξης, ενώ το ως άνω
χρονικό διάστημα διαμονής του υπηκόου τρίτης χώρας
δεν μπορεί να συνυπολογιστεί στην περίπτωση εφαρ−
μογής των διατάξεων του ν. 3838/2010 περί πρόσβασης
στην ελληνική ιθαγένεια ή στην περίπτωση εφαρμογής
διατάξεων που αφορούν την πρόσβαση σε καθεστώς
μακροχρόνιας διαμονής.

KaVLOF

Άρθρο 38
Ρύθμιση θεμάτων απαγόρευσης εισόδου
1. Η απαγόρευση εισόδου του άρθρου 26 επιβάλλεται
με την εγγραφή στον κατάλογο ανεπιθύμητων αλλο−
δαπών που τηρείται στο Υπουργείο Προστασίας του
Πολίτη, σύμφωνα με το άρθρο 82 του ν. 3386/2005 και
του Κεφαλαίου IV του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 1987/2006
σχετικά με τη δημιουργία, τη λειτουργία και τη χρήση
του Συστήματος Πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς
(ΕΕ L 381/28.12.2006). Η κάθε περίπτωση επανεξετάζεται
αυτεπαγγέλτως ανά τριετία.
2. Ως πλήρης συμμόρφωση με την απόφαση επιστρο−
φής για την εφαρμογή της παραγράφου 3 του άρθρου
26 λογίζεται και η οικειοθελής αναχώρηση του υπηκόου
τρίτης χώρας που τελεί υπό καθεστώς αναβολής απο−
μάκρυνσης, καθώς και η οικειοθελής αναχώρηση του
υπηκόου τρίτης χώρας μετά το πέρας της σχετικής
προθεσμίας, εφόσον η καθυστέρηση αυτή οφείλεται
σε λόγους ανωτέρας βίας. Η αίτηση ανάκλησης ή ανα−
στολής απαγόρευσης εισόδου υποβάλλεται μέσω των
ελληνικών προξενικών αρχών του τόπου διαμονής του
ενδιαφερομένου.
Άρθρο 39
Εξουσιοδοτική διάταξη
Με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη
και των κατά περίπτωση συναρμόδιων Υπουργών μπορεί
να ρυθμίζεται κάθε ειδικότερο θέμα που αναφέρεται
στην εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου 21 και
των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 22.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 40
Επιστροφή υπηκόων κρατών−μελών της Ε.Ε.
και μελών των οικογενειών τους,
καθώς και μελών οικογένειας Έλληνα πολίτη
1. Για την επιστροφή προσώπων που απολαμβάνουν
του κοινοτικού δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας
σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5 του Κώδικα Συ−
νόρων Σένγκεν, καθώς και τις διατάξεις του π.δ. 106/2007
(ΦΕΚ 135 Α΄), ισχύουν οι διατάξεις του Κεφαλαίου Γ΄
του παρόντος νόμου που αφορούν τα όργανα, τις δια−
δικασίες, τις διαδικαστικές εγγυήσεις και τη δικαστική
προστασία των υπό επιστροφή αλλοδαπών, με την επι−
φύλαξη ότι στα άρθρα 22 έως 24 του π.δ. 106/2007 δεν
περιέχονται ευνοϊκότερες διατάξεις.
2. Ως προς τις ουσιαστικές προϋποθέσεις και όρους
έκδοσης των αποφάσεων επιστροφής σε βάρος των
προσώπων που αναφέρονται στην προηγούμενη παρά−
γραφο, εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις των
άρθρων 22 έως 24 του π.δ. 106/2007 (ΦΕΚ 135 Α΄).
3. Οι ρυθμίσεις των παραγράφων 1 και 2 του παρό−
ντος άρθρου εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις μελών
οικογένειας Έλληνα πολίτη.
Άρθρο 41
Προστασία από την επιστροφή
1. Απαγορεύεται η επιστροφή αλλοδαπού εφόσον:
α. Είναι ανήλικος και οι γονείς ή τα πρόσωπα που
έχουν την επιμέλειά του διαμένουν νόμιμα στην Ελ−
λάδα.
β. Είναι γονέας ημεδαπού ανηλίκου και έχει την επι−
μέλεια ή έχει υποχρέωση διατροφής, την οποία εκπλη−
ρώνει.
γ. Έχει υπερβεί το 80ό έτος της ηλικίας του.
δ. Του έχει χορηγηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας
ή έχει ζητήσει την παροχή τέτοιου καθεστώτος και το
αίτημά του δεν έχει κριθεί οριστικά, υπό την επιφύλαξη
των άρθρων 32 και 33 της Σύμβασης της Γενεύης του
1951.
ε. Είναι ανήλικος στον οποίο έχουν επιβληθεί ανα−
μορφωτικά μέτρα με απόφαση του Δικαστηρίου Ανη−
λίκων.
στ. Διαπιστώνεται η ομογενειακή του ιδιότητα.
Στην απαγόρευση της επιστροφής περιλαμβάνονται
και οι έγκυες γυναίκες κατά τη διάρκεια της κύησης και
για έξι μήνες μετά τον τοκετό.
2. Δεν απαγορεύεται η επιστροφή στις περιπτώσεις
β΄, γ΄ και στ΄ της προηγούμενης παραγράφου, όταν ο
αλλοδαπός είναι επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη ή την
εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία.
3. Στις περιπτώσεις ασυνόδευτων ανηλίκων εφαρμό−
ζονται οι διατάξεις του άρθρου 32 και του άρθρου 25.
4. Η προστασία που παρέχουν οι διατάξεις του πα−
ρόντος άρθρου καταλαμβάνουν και τα πρόσωπα που
τελούν εκτός του πεδίου εφαρμογής του Κεφαλαίου Γ΄
του παρόντος νόμου.
Άρθρο 42
Τροποποιήσεις στις διατάξεις του ν. 3386/2005
1. Το άρθρο 44 του ν. 3386/2005 αντικαθίσταται ως
εξής:
«Άρθρο 44
Χορήγηση και ανανέωση αδειών διαμονής
για ανθρωπιστικούς λόγους
1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών,
Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και
Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης επιτρέπεται να
χορηγείται άδεια διαμονής για λόγους ανθρωπιστικής
φύσεως σε υπηκόους τρίτων χωρών που εμπίπτουν σε
κάποια από τις παρακάτω κατηγορίες, εφόσον αυτοί
δεν αποτελούν κίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφά−
λεια:
α. Θύματα εμπορίας ανθρώπων που δεν συνεργάζο−
νται με τις διωκτικές αρχές, εφόσον υφίσταται σχετική
πράξη χαρακτηρισμού από τον αρμόδιο Εισαγγελέα
Πρωτοδικών κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 πε−
ρίπτωση α΄ του άρθρου 1.
β. Θύματα εγκληματικών πράξεων, οι οποίες προβλέ−
πονται στα άρθρα 1 και 2 του ν. 927/1979 (ΦΕΚ 139 Α΄) και
στην παράγραφο 1 του άρθρου 16 του ν. 3304/2005 (ΦΕΚ
16 Α΄), εφόσον έχει ασκηθεί γι' αυτές ποινική δίωξη και
μέχρι να εκδοθεί δικαστική απόφαση. Εάν τα ανωτέρω
πρόσωπα υποβάλλονται σε θεραπευτική αγωγή, η άδεια
διαμονής εξακολουθεί να χορηγείται για όσο χρονικό
διάστημα διαρκεί η θεραπεία τους.
γ. Ενήλικοι, θύματα ενδοοικογενειακής βίας ή ανίκανοι
να επιμεληθούν των υποθέσεών τους εξαιτίας λόγων
υγείας ή ανήλικοι που αποδεδειγμένα χρήζουν προ−
στατευτικών μέτρων και φιλοξενούνται από ιδρύματα
ή άλλα νομικά πρόσωπα κοινωφελούς σκοπού, εφόσον
η επιστροφή τους σε ασφαλές περιβάλλον είναι αδύ−
νατη.
δ. Ανήλικοι, η επιμέλεια των οποίων έχει ανατεθεί με
απόφαση ελληνικού δικαστηρίου ή αλλοδαπού δικα−
στηρίου, που αναγνωρίζεται από τις ελληνικές αρχές,
σε οικογένειες Ελλήνων ή οικογένειες υπηκόων τρίτων
χωρών με νόμιμη διαμονή στη Χώρα ή για τα οποία
είναι εκκρεμής διαδικασία υιοθεσίας ενώπιον των ελ−
ληνικών αρχών.
ε. Θύματα εργατικών ατυχημάτων και λοιπών ατυχη−
μάτων που καλύπτονται από την ελληνική νομοθεσία,
για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η θεραπεία ή λαμ−
βάνουν σύνταξη για την ίδια αιτία. Προϋπόθεση για την
υποβολή του αιτήματος για τη χορήγηση της άδειας
διαμονής σε πρόσωπα της εν λόγω κατηγορίας είναι
η κατοχή από τον αιτούντα ισχυρής άδειας διαμονής,
εκτός εάν πρόκειται για θύματα ιδιαίτερα καταχρηστι−
κών όρων εργασίας και η παραμονή τους στη χώρα
είναι αναγκαία για την εκκαθάριση των έναντι αυτών
εργοδοτικών υποχρεώσεων.
στ. Πάσχοντες από σοβαρά προβλήματα υγείας. Η
συνδρομή σοβαρών προβλημάτων υγείας, καθώς και η
διάρκεια της θεραπείας, διαπιστώνονται με πρόσφατο
ιατρικό πιστοποιητικό. Σε περίπτωση, κατά την οποία
το πρόβλημα υγείας αναφέρεται σε λοιμώδες νόση−
μα, για την έκδοση της ανωτέρω απόφασης απαιτείται
σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής
Αλληλεγγύης ότι δεν συντρέχει κίνδυνος για τη δημόσια
υγεία. Προϋπόθεση για τη χορήγηση της άδειας διαμο−
νής για πρόσωπα που πάσχουν από σοβαρά προβλή−
ματα υγείας είναι η κατοχή από τον αιτούντα ισχυρής
άδειας διαμονής.
ζ. Ανήλικοι φιλοξενούμενοι σε οικοτροφεία, που λειτουρ−
γούν υπό την εποπτεία των αρμόδιων Υπουργείων.
η. Ενήλικοι που γεννήθηκαν στην Ελλάδα, καθώς και
όσοι φοίτησαν σε έξι τουλάχιστον τάξεις ελληνικού
σχολείου πριν ενηλικιωθούν, εφόσον εξακολουθούν να
διαμένουν μόνιμα στη χώρα.
θ. Σύζυγοι, γονείς ανήλικων ημεδαπών και συντηρού−
μενα μέλη οικογένειας Έλληνα πολίτη.
Προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας διαμονής σε
πρόσωπα των παραπάνω κατηγοριών είναι η κατοχή
διαβατηρίου, έστω και εάν αυτό έχει λήξει. Άδεια δια−
μονής χορηγείται και στις περιπτώσεις διαπιστωμένης
αντικειμενικής αδυναμίας εφοδιασμού του ενδιαφε−
ρομένου με διαβατήριο εφόσον αυτή διαπιστώνεται,
κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης του ενδιαφερομένου
και γνώμης της αρμόδιας Επιτροπής, σύμφωνα με τα
οριζόμενα στο άρθρο 84 του ν. 3386/2005.
Η διάρκεια της αρχικής άδειας διαμονής της περίπτω−
σης α΄ είναι ετήσια και μπορεί να ανανεώνεται κάθε
φορά για δύο (2) έτη μόνο με την προϋπόθεση ότι συνε−
χίζεται η διερεύνηση της σχετικής ποινικής διαδικασίας.
Σε περίπτωση που η διαδικασία αυτή περατωθεί με
οποιονδήποτε τρόπο ή τεθεί στο αρχείο, η άδεια δια−
μονής μπορεί να ανανεωθεί για έναν από τους λοιπούς
λόγους του παρόντος ύστερα από γνώμη Επιτροπής
της παραγράφου 1 του άρθρου 89 και μόνο εφόσον
κρίνεται σκόπιμη εκ των εν γένει περιστάσεων και των
στοιχείων του φακέλου ότι συντρέχει εξαιρετικός λόγος
προς τούτο.
Η διάρκεια της αρχικής άδειας διαμονής των περι−
πτώσεων β΄, γ΄, δ΄ και ζ΄ είναι ετήσια και μπορεί να
ανανεώνεται κάθε φορά για δύο (2) έτη εφόσον πλη−
ρούνται οι ίδιες προϋποθέσεις. Η διάρκεια της άδειας
διαμονής των περιπτώσεων ε΄ και στ΄ είναι διετής και
μπορεί να ανανεώνεται ανά διετία εφόσον πληρούνται
οι ίδιες προϋποθέσεις. Η διάρκεια της άδειας διαμονής
των περιπτώσεων η΄ και θ΄ είναι ετήσια και μπορεί να
ανανεωθεί μόνο για έναν από τους λοιπούς λόγους του
παρόντος νόμου.
Για την εξέταση αιτήματος χορήγησης άδειας διαμο−
νής σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο δεν καταβάλ−
λεται παράβολο, εκτός των περιπτώσεων η΄ και θ΄ για
τις οποίες καταβάλλεται παράβολο ύψους 150 ευρώ.
Οι κάτοχοι άδειας διαμονής των περιπτώσεων α΄, β΄,
η΄, καθώς και όσοι αποκτούν άδεια διαμονής ως σύζυγοι
Ελλήνων πολιτών με βάση την περίπτωση του στοιχείου
θ΄ έχουν δικαίωμα να εργαστούν με σχέση εξαρτημένης
εργασίας ή να παρέχουν υπηρεσίες ή έργο.
2. Ο Υπουργός Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλε−
κτρονικής Διακυβέρνησης μπορεί κατ' εξαίρεση να χο−
ρηγεί μετά από γνώμη Επιτροπής της παραγράφου 1
του άρθρου 89 άδεια διαμονής διάρκειας ενός (1) έτους
σε υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν στην Ελλά−
δα και αποδεικνύουν ότι έχουν αναπτύξει ιδιαίτερους
δεσμούς με τη Χώρα, εφόσον δεν συντρέχουν στο πρό−
σωπό τους λόγοι δημόσιας τάξης. Η άδεια διαμονής για
εξαιρετικούς λόγους μπορεί να ανανεώνεται μόνο για
έναν από τους λοιπούς λόγους του παρόντος νόμου.
Αίτημα χορήγησης άδειας για εξαιρετικούς λόγους
εξετάζεται μόνο εφόσον ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρί−
ΦΕΚ 7 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ) 35
36 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ)
της χώρας προσκομίζει: (α) θεώρηση εισόδου ή άδειας
διαμονής έστω και εάν αυτές έχουν λήξει, (β) διαβατή−
ριο σε ισχύ, (γ) παράβολο ύψους 300 ευρώ, καθώς και
(δ) έγγραφα που στοιχειοθετούν ότι έχουν αναπτύξει
ιδιαίτερους δεσμούς με τη Χώρα, οι οποίοι καθιστούν
αναγκαία την παραμονή του εντός της ελληνικής επι−
κράτειας.
Κατ' εξαίρεση δεν απαιτείται η προσκόμιση των υπό
στοιχείου α΄ εγγράφων εφόσον ο ενδιαφερόμενος απο−
δεικνύει με έγγραφα βέβαιης χρονολογίας το πραγμα−
τικό γεγονός της διαμονής του στη Χώρα για δώδεκα
(12) τουλάχιστον συνεχή χρόνια. Με απόφασή του ο
Υπουργός Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονι−
κής Διακυβέρνησης μπορεί να καθορίζει περιοριστικά
τα έγγραφα βέβαιης χρονολογίας που αποδεικνύουν
τη δωδεκαετή συνεχή παραμονή του αιτούντος στη
Χώρα.
Δεν απαιτείται επίσης η κατοχή διαβατηρίου σε ισχύ
εφόσον συντρέχει διαπιστωμένη αντικειμενική αδυναμία
του ενδιαφερομένου να εφοδιαστεί με οποιοδήποτε
ταξιδιωτικό έγγραφο σύμφωνα με τις διατάξεις του
άρθρου 84 του ν. 3386/2005.
Στην περίπτωση που ο ειδικός δεσμός που ο ενδια−
φερόμενος επικαλείται, συνδέεται με σοβαρούς λόγους
υγείας του ίδιου ή ανήλικου τέκνου του, θα πρέπει να
αποδεικνύει ότι οι λόγοι αυτοί προέκυψαν μετά την
είσοδό του στη Χώρα και συνδέονται με τη διαμονή
του σε αυτή.
Για τη διαπίστωση της συνδρομής ιδιαίτερων δεσμών
με τη Χώρα συνεκτιμώνται ιδίως: (α) η πολύ καλή γνώ−
ση της ελληνικής γλώσσας, (β) η φοίτηση σε ελληνικό
σχολείο πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης,
(γ) το διάστημα διαμονής του στην Ελλάδα και κυρίως
της νόμιμης, (δ) ο χρόνος τυχόν ασφάλισής του σε ελ−
ληνικό οργανισμό κύριας ασφάλισης και εκπλήρωσης
φορολογικών υποχρεώσεων, (ε) ο συγγενικός δεσμός
του με Έλληνα πολίτη ή ομογενή.
3. Αρμόδια υπηρεσία για την υποβολή των παραπάνω
αιτήσεων είναι η Διεύθυνση Μεταναστευτικής Πολιτι−
κής του Υπουργείου Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και
Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Η κατάθεση αίτησης για
χορήγηση άδειας διαμονής για εξαιρετικούς λόγους
δεν συνεπάγεται τη νόμιμη διαμονή του αιτούντος για
το χρόνο που θα απαιτηθεί μέχρι την εξέταση του φα−
κέλου. Κατά τη διαδικασία εξέτασης του φακέλου δεν
έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του τρίτου εδαφίου της
παραγράφου 1 του άρθρου 12.
4. Στις περιπτώσεις των προσώπων της παραγράφου 1
που τα μέλη της οικογένειάς τους είναι κάτοχοι άδειας
διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης είναι
δυνατή η ανανέωση της άδειας διαμονής τους για ίσο
χρονικό διάστημα με την ισχύ της άδειας για ανθρωπι−
στικούς λόγους. Η σχετική απόφαση εκδίδεται από τον
Γενικό Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Στην
περίπτωση που δεν πληρούται η προϋπόθεση της περί−
πτωσης γ΄ του άρθρου 53, η άδεια μπορεί να χορηγηθεί
κατά παρέκκλιση της διάταξης αυτής.
5. Η άδεια διαμονής που χορηγείται στις περιπτώσεις
β΄, γ΄, δ΄, ε΄ και στ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος
άρθρου μπορεί να ανανεωθεί για έναν από τους λοιπούς
λόγους του νόμου αυτού, εφόσον εκλείψουν οι λόγοι
για τους οποίους εκδόθηκε.
6. Οι άδειες διαμονής της παραγράφου 2 του παρόντος
άρθρου παρέχουν στον υπήκοο τρίτης χώρας δικαίωμα
πρόσβασης στη μισθωτή απασχόληση και στην παροχή
υπηρεσιών ή έργου. Δυνατότητα άσκησης ανεξάρτητης
οικονομικής δραστηριότητας παρέχεται μόνο στην πε−
ρίπτωση που ο κάτοχος της ανωτέρω άδειας διαμονής
κατείχε προηγουμένως άδεια διαμονής η οποία του
επέτρεπε την άσκηση ανεξάρτητης οικονομικής δρα−
στηριότητας και η δραστηριότητα αυτή εξακολουθεί
να υφίσταται. Για την ανανέωση των αδειών διαμονής
του προηγούμενου εδαφίου θα εξετάζεται η συνδρομή
των προϋποθέσεων ανανέωσης αδειών διαμονής για
ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα.»
2. Τo τρίτο και το τέταρτο εδάφιo της παρ. 1 του
άρθρου 84 του ν. 3386/2005, όπως τροποποιήθηκαν με
την παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 3536/2007, αντικαθί−
στανται ως εξής:
«Ειδικά για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο υπή−
κοος τρίτης χώρας αδυνατεί να προσκομίσει ισχύον
διαβατήριο ή άλλο ταξιδιωτικό έγγραφο, είναι δυνατή
η χορήγηση της άδειας διαμονής με απόφαση του Γε−
νικού Γραμματέα της Περιφέρειας, εφόσον ο υπήκοος
τρίτης χώρας επικαλείται ειδικώς και αιτιολογημένως
αντικειμενική αδυναμία λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών
ή καταστάσεων, κατόπιν γνώμης της κατωτέρω Επι−
τροπής, εκτός αν συντρέχουν λόγοι δημόσιας τάξης
και ασφάλειας.
Στο Υπουργείο Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλε−
κτρονικής Διακυβέρνησης για τον ανωτέρω σκοπό συ−
νιστάται ειδική τριμελής Επιτροπή, η οποία γνωμοδο−
τεί σχετικά με την ύπαρξη αντικειμενικής αδυναμίας
προσκόμισης ισχυρού διαβατηρίου και συγκροτείται με
απόφαση του Υπουργού ως εξής:
α. έναν πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κρά−
τους στο Υπουργείο Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και
Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, ως πρόεδρο,
β. τον προϊστάμενο του αρμόδιου Τμήματος του
Υπουργείου Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρο−
νικής Διακυβέρνησης και
γ. έναν υπάλληλο της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος
προτείνεται από τον Διευθυντή της Υπηρεσίας αυτής.
Μέχρι τον ορισμό του ανωτέρω υπαλλήλου, στην ως άνω
Επιτροπή μετέχει ως μέλος αξιωματικός της Διεύθυνσης
Αλλοδαπών του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας.
Εισηγητής στην Επιτροπή ορίζεται με τον αναπλη−
ρωτή του υπάλληλος του αρμόδιου Τμήματος της Δι−
εύθυνσης Μεταναστευτικής Πολιτικής του Υπουργείου
Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυ−
βέρνησης.»
3. Η παρ. 1 του άρθρου 89 του ν. 3386/2005 αντικαθί−
σταται ως εξής:
«1. Στο Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης
και Αποκέντρωσης συνιστώνται τρεις Επιτροπές Με−
τανάστευσης, οι οποίες γνωμοδοτούν σχετικά με τη
συνδρομή σε υπηκόους τρίτων χωρών ιδιαίτερων δε−
σμών με την κοινωνική ζωή της χώρας προκειμένου να
χορηγηθεί άδεια διαμονής, καθώς και σε κάθε περί−
πτωση που παραπέμπεται σε αυτές στο πλαίσιο χορή−
γησης ή ανανέωσης άδειας διαμονής με απόφαση του
Υπουργού Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής
Διακυβέρνησης. Με απόφαση του ιδίου συγκροτούνται
οι Επιτροπές και ορίζονται τα τακτικά και αναπληρωμα−
τικά μέλη τους και οι γραμματείς με τους αναπληρωτές
τους. Καθεμία από αυτές αποτελείται από:

KaVLOF

Άρθρο 38
Ρύθμιση θεμάτων απαγόρευσης εισόδου
1. Η απαγόρευση εισόδου του άρθρου 26 επιβάλλεται
με την εγγραφή στον κατάλογο ανεπιθύμητων αλλο−
δαπών που τηρείται στο Υπουργείο Προστασίας του
Πολίτη, σύμφωνα με το άρθρο 82 του ν. 3386/2005 και
του Κεφαλαίου IV του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 1987/2006
σχετικά με τη δημιουργία, τη λειτουργία και τη χρήση
του Συστήματος Πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς
(ΕΕ L 381/28.12.2006). Η κάθε περίπτωση επανεξετάζεται
αυτεπαγγέλτως ανά τριετία.
2. Ως πλήρης συμμόρφωση με την απόφαση επιστρο−
φής για την εφαρμογή της παραγράφου 3 του άρθρου
26 λογίζεται και η οικειοθελής αναχώρηση του υπηκόου
τρίτης χώρας που τελεί υπό καθεστώς αναβολής απο−
μάκρυνσης, καθώς και η οικειοθελής αναχώρηση του
υπηκόου τρίτης χώρας μετά το πέρας της σχετικής
προθεσμίας, εφόσον η καθυστέρηση αυτή οφείλεται
σε λόγους ανωτέρας βίας. Η αίτηση ανάκλησης ή ανα−
στολής απαγόρευσης εισόδου υποβάλλεται μέσω των
ελληνικών προξενικών αρχών του τόπου διαμονής του
ενδιαφερομένου.
Άρθρο 39
Εξουσιοδοτική διάταξη
Με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη
και των κατά περίπτωση συναρμόδιων Υπουργών μπορεί
να ρυθμίζεται κάθε ειδικότερο θέμα που αναφέρεται
στην εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου 21 και
των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 22.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 40
Επιστροφή υπηκόων κρατών−μελών της Ε.Ε.
και μελών των οικογενειών τους,
καθώς και μελών οικογένειας Έλληνα πολίτη
1. Για την επιστροφή προσώπων που απολαμβάνουν
του κοινοτικού δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας
σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5 του Κώδικα Συ−
νόρων Σένγκεν, καθώς και τις διατάξεις του π.δ. 106/2007
(ΦΕΚ 135 Α΄), ισχύουν οι διατάξεις του Κεφαλαίου Γ΄
του παρόντος νόμου που αφορούν τα όργανα, τις δια−
δικασίες, τις διαδικαστικές εγγυήσεις και τη δικαστική
προστασία των υπό επιστροφή αλλοδαπών, με την επι−
φύλαξη ότι στα άρθρα 22 έως 24 του π.δ. 106/2007 δεν
περιέχονται ευνοϊκότερες διατάξεις.
2. Ως προς τις ουσιαστικές προϋποθέσεις και όρους
έκδοσης των αποφάσεων επιστροφής σε βάρος των
προσώπων που αναφέρονται στην προηγούμενη παρά−
γραφο, εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις των
άρθρων 22 έως 24 του π.δ. 106/2007 (ΦΕΚ 135 Α΄).
3. Οι ρυθμίσεις των παραγράφων 1 και 2 του παρό−
ντος άρθρου εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις μελών
οικογένειας Έλληνα πολίτη.
Άρθρο 41
Προστασία από την επιστροφή
1. Απαγορεύεται η επιστροφή αλλοδαπού εφόσον:
α. Είναι ανήλικος και οι γονείς ή τα πρόσωπα που
έχουν την επιμέλειά του διαμένουν νόμιμα στην Ελ−
λάδα.
β. Είναι γονέας ημεδαπού ανηλίκου και έχει την επι−
μέλεια ή έχει υποχρέωση διατροφής, την οποία εκπλη−
ρώνει.
γ. Έχει υπερβεί το 80ό έτος της ηλικίας του.
δ. Του έχει χορηγηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας
ή έχει ζητήσει την παροχή τέτοιου καθεστώτος και το
αίτημά του δεν έχει κριθεί οριστικά, υπό την επιφύλαξη
των άρθρων 32 και 33 της Σύμβασης της Γενεύης του
1951.
ε. Είναι ανήλικος στον οποίο έχουν επιβληθεί ανα−
μορφωτικά μέτρα με απόφαση του Δικαστηρίου Ανη−
λίκων.
στ. Διαπιστώνεται η ομογενειακή του ιδιότητα.
Στην απαγόρευση της επιστροφής περιλαμβάνονται
και οι έγκυες γυναίκες κατά τη διάρκεια της κύησης και
για έξι μήνες μετά τον τοκετό.
2. Δεν απαγορεύεται η επιστροφή στις περιπτώσεις
β΄, γ΄ και στ΄ της προηγούμενης παραγράφου, όταν ο
αλλοδαπός είναι επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη ή την
εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία.
3. Στις περιπτώσεις ασυνόδευτων ανηλίκων εφαρμό−
ζονται οι διατάξεις του άρθρου 32 και του άρθρου 25.
4. Η προστασία που παρέχουν οι διατάξεις του πα−
ρόντος άρθρου καταλαμβάνουν και τα πρόσωπα που
τελούν εκτός του πεδίου εφαρμογής του Κεφαλαίου Γ΄
του παρόντος νόμου.
Άρθρο 42
Τροποποιήσεις στις διατάξεις του ν. 3386/2005
1. Το άρθρο 44 του ν. 3386/2005 αντικαθίσταται ως
εξής:

KaVLOF

Άρθρο 44
Επιτροπές Προσφυγών
1. Οι ιδιώτες που συμμετέχουν με πλήρη απασχό−
ληση στις Επιτροπές Προσφυγών του άρθρου 26 του
π.δ.114/2010 (ΦΕΚ 195 Α΄) αμείβονται σύμφωνα με τα
οριζόμενα σε σχετική σύμβαση παροχής υπηρεσιών ή
μίσθωσης έργου που συνάπτεται είτε με τους ίδιους
είτε με το φορέα στον οποίο ανήκουν.
2. Στις Επιτροπές Προσφυγών του άρθρου 26 του π.δ. 114/
2010 μπορεί να ορίζονται ως Πρόεδροι υπάλληλοι του
Υπουργείου Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρο−
νικής Διακυβέρνησης ή Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ή νομικών προσώπων που
εποπτεύονται από αυτά, περιλαμβανομένων των Ο.Τ.Α.,
κατηγορίας ΠΕ πτυχιούχοι ανθρωπιστικών, νομικών και
κοινωνικών επιστημών, οι οποίοι ορίζονται με τους ανα−
πληρωτές τους από τον οικείο Υπουργό.
Άρθρο 45
1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 68 του α.ν. 2545/1940
(ΦΕΚ 287 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Άδεια ίδρυσης φροντιστηρίων χορηγείται: α) σε
φυσικά πρόσωπα που κατέχουν τα προσόντα για την
κατάληψη θέσης δημόσιου εκπαιδευτικού πρωτοβάθμιας
ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, τα οποία παρέχουν το
δικαίωμα διδασκαλίας σε αυτά, ή αντίστοιχους τίτλους
σπουδών ή β) σε νομικά πρόσωπα που πληρούν σω−
ρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις: αα) η έδρα τους,
σύμφωνα με τη συστατική πράξη ή το καταστατικό
τους, βρίσκεται σε χώρα κράτος−μέλος της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, ββ) ο σκοπός τους, σύμφωνα με τη συστατική
πράξη ή το καταστατικό τους, αφορά και την παροχή
υπηρεσιών εκπαίδευσης και γγ) δεν έχουν κηρυχθεί
σε κατάσταση πτώχευσης. Με απόφαση του Υπουργού
Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, που
δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, κα−
θορίζονται τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την
αδειοδότηση νομικών προσώπων και ρυθμίζεται κάθε
σχετικό θέμα.»
2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 68 του α.ν. 2545/1940
καταργείται.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄
ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 46
Καταργούμενες διατάξεις
Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταρ−
γείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη που αντίκειται στις
διατάξεις του.
38 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ)
Άρθρο 47
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσί−
ευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός εάν
στις επί μέρους διατάξεις του ορίζεται άλλος χρόνος.
ΑΠΟ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ
ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΟΥ 34 * ΑΘΗΝΑ 104 32 * ΤΗΛ. 210 52 79 000 * FAX 210 52 21 004
*01000072601110020* ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ: http://www.et.gr – e-mail: webmaster.et@et.gr
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως
νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 21 Ιανουαρίου 2011
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ
ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Ι. ΡΑΓΚΟΥΣΗΣ Γ. ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ
Δ. ΔΡΟΥΤΣΑΣ Ε. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ
Μ. ΧΡΥΣΟΧΟΪΔΗΣ Κ. ΜΠΙΡΜΠΙΛΗ
ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
Α. ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ Λ.−Τ. ΚΑΤΣΕΛΗ
ΥΓΕΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ
ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
Α. ΛΟΒΕΡΔΟΣ Χ. ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
Χ. ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 21 Ιανουαρίου 2011
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
Χ. ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ

Brilsou 36

Brilsiou 36A

Your Angel

GreeceVIP Escorts

KONLEOS 92A

KONLEOS 92

Bourbaxi19

ioanninon 5

Lelas karagiani 35

oasis sinopis 29

BODY MASSAGE

Sygroy 108

Laoura IND

PASSION

Dreams

Athens Escorts

Sweet Escape

Athens Spa

Marnis 28

Kassandras 4B isogeio

KONLEOS 166A

Silver Spa

Barbora Begas 6

iasonos 2a

Anna Bergas 6

Τροφωνίου 13 όροφος

STAR Sparti

Hot Studio Lamia

Moyseos 3a BOLOS

Studio 3 XANIA

Studio VIP HRAKLEIO

Penny IND

Maria IND

Agni Massage

Marina IND

MEDUSA

FRANTZI 2